Ανδριάνης Στάθης [1557]

Πετσίνης Βασίλης [1625]

Εργασία

Για το Μάθημα

Κοινωνικές και Νομικές Πλευρές της Τεχνολογίας

http://hyperion.math.upatras.gr/courses/soctech

Μάϊος 1999

 

ΜΕΤΑΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΟΙ ΛΟΓΟΙ

Η Ταυτόχρονη Ελξη και Απώθηση των Υπολογιστών

Andrew Feenberg

 

Πρωταρχικά σενάρια πάνω στην κομπιουτεροποίηση της κοινωνίας παρουσιάζουν είτε αισιόδοξα σενάρια κοινωνικής λύτρωσης ή εφιάλτες για επικείμενη δυστοπία. Οι αισιόδοξοι υποστηρίζουν ότι οι υπολογιστές θα εξαφάνιζαν τη ρουτίνα και την οδυνηρή εργασία, και θα δημοκρατικοποιούσαν τη βιομηχανική κοινωνία . Αντίθετα οι απαισιόδοξοι υποστήριζαν ότι οι υπολογιστές θα άφηναν εκατομμύρια ανθρώπων εκτός εργασίας και θα προκαλούσαν παγκόσμια εποπτεία και έλεγχο.

Υπάρχει και μια τρίτη εναλλακτική άποψη : ίσως οι υπολογιστές να μην είναι ούτε καλοί αλλά ούτε και κακοί, αλλά και τα δύο. Με αυτό δεν εννοώ μόνο ότι οι υπολογιστές μπορούν να χρησιμοποιηθούν για καλούς ή διαβολικούς σκοπούς, αλλά ότι μπορούν να εξελιχθούν σε πολύ διαφορετικές τεχνολογίες μέσα στο πλαίσιο στρατηγικών για επιβολή ή δημοκρατικοποίηση. Ο ρόλος μου εδώ είναι να εξετάσω την ευρεία κλίμακα απόψεων που αντιπροσωπεύουν την ταυτόχρονη έλξη και απώθηση του υπολογιστή με σκοπό να ελέγξουν τη θεωρία πόλωσης της τεχνολογίας που παρουσιάστηκε στο προηγούμενο κεφάλαιο. Ως τρόπο εισαγωγής ας αναλογιστούμε τις αντιφατικές προοπτικές της κομπιουτεροποίησης πιο λεπτομερώς.

Η δομή του υπολογιστή φέρει μια μεγάλη ομοιότητα με τη μηχανοποιημένη λογικοποίηση. Οι υπολογιστές δουλεύουν κάτω από τον έλεγχο προγραμμάτων και η προγραμματιστική λειτουργία βρίσκεται έξω από την τεχνολογία σε ανθρώπινους παράγοντες που τη διατάζουν από ψηλά. Επίσης ο υπολογιστής είναι ένα αυτόματο, το οποίο αντίθετα με άλλα μηχανήματα, καταλαβαίνει ένα σχέδιο τοποθετημένο στο πυρήνα του αντί απλά να υπακούει από το ένα στάδιο στο άλλο. Αυτό εξηγεί το αυταρχικό συμπέρασμα του προγραμματισμού των ανθρώπων και των κοινωνικών συστημάτων. Ποια είναι η σημασία αυτού του περίεργου παραλληλισμού δομής μεταξύ του υπολογιστή και της ιεραρχικής οργάνωσης της κοινωνίας ; Είναι ο υπολογιστής προορισμένος για να δυναμώσει την οργανωτική αντίληψη των δυνάμεων που υπάρχουν ; Ή μήπως εμπεριέχει και δημοκρατικές προοπτικές κρυμμένες στις υπερέχουσες εφαρμογές και στην κατανόηση της τεχνολογίας ;

Οι υπολογιστές στην πραγματικότητα είναι χρήσιμοι όχι μόνο για τον έλεγχο αλλά και για την επικοινωνία και για όποια τεχνολογία προάγει την ανθρώπινη επαφή και έχει δημοκρατικές προοπτικές. Αλλά αυτή η λειτουργία του υπολογιστή ήταν ευρέως αόρατη για το ευρύτερο κοινό μέχρι το τέλος της δεκαετίας του `80 και ακόμα αντιμετωπίζεται καχύποπτα από αυτούς των οποίων η δύναμη είναι βασισμένη πάνω σε μια γνώση η οποία θα μπορούσε να υπονομευθεί. Η στρατηγική της αυτοματοποίησης η οποία εκμεταλλεύτηκε τις ικανότητες επικοινωνίας του υπολογιστή θα σταματούσε τη διαφοροποίηση μεταξύ πνευματικής και χειρωνακτικής εργασίας. Σε αυτή την έκδοση της αυτοματοποίησης νέες φόρμες κοινωνικότητας ανατέλλουν γύρω από τη νέα τεχνολογία, η οποία γίνεται ένα μέσο για δημοκρατική αυτό-οργάνωση.

Η ταυτόχρονη έλξη και απώθηση της τεχνολογίας των υπολογιστών μπορεί να περιληφθεί σε δύο αρχές οι οποίες περιγράφουν τις κοινωνικές επιπλοκές των τεχνολογικών προόδων. Ονομάζω την πρώτη εξ αυτών “την αρχή της συντήρησης της ιεραρχίας”. Σύμφωνα με αυτή την αρχή, η κοινωνική ιεραρχία γενικά μπορεί να διατηρηθεί καθώς η καινούρια τεχνολογία εισάγεται. Η κομπιουτεροποίηση κράτησης αρχείων προσφέρει σχετικό παράδειγμα, κάνοντας έντονη την εποπτεία και τον έλεγχο. Μια δεύτερη “αρχή ανατρεπτικότητας λογικοποίησης” υποστηρίζει ότι η νέα τεχνολογία μπορεί συχνά να χρησιμοποιηθεί για να υποβιβάσει ή να παραγκωνίσει την υπάρχουσα κοινωνική ιεραρχία. Οι περισσότερες μεγάλες εφευρέσεις ανοίγουν δυνατότητες δημοκρατικοποίησης οι οποίες μπορούν ή όχι να πραγματοποιηθούν και εξαρτώνται από το περιθώριο μανούβρας των κυριαρχομένων. Γι` αυτό η ανάγκη για κομπιουτεροποίηση σε πολλούς εργασιακούς χώρους διέγειρε και μερικές φορές πραγματοποίησε συμμετοχικές προσδοκίες .

Αυτού του είδους η άποψη είχε πρώτα παρουσιαστεί από τον Μαρξ πριν από έναν αιώνα, όχι αποκλειστικά σε σχέση με την αυτοματοποίηση αλλά σαν μια θεωρία ταυτόχρονης έλξης και απώθησης της βιομηχανικής ανάπτυξης γενικότερα. (Υπάρχουν μερικοί παράγραφοι στο Grundrisse όπου ο Μαρξ πρόβλεψε την αυτοματοποίηση όπως εμείς εννοούμε τον όρο, αλλά αυτές απλώς παρέκτειναν στα όρια των τάσεων που αυτός ταύτισε με την βιομηχανική κοινωνία από την πρώτη στιγμή). Ο Μαρξ υποστήριξε ότι η παραγωγικότητα της μηχανικής τεχνολογίας μπορεί γενικότερα να διευρυνθεί από εισόδους κατανόησης και ικανότητας. Πιο “έξυπνα” μέσα παραγωγής βασισμένα σε μια βαθύτερη γνώση της φύσης μπορούν μόνο να χρησιμοποιηθούν στο μέγιστο πλεονέκτημα από πιο έξυπνους παραγωγούς. Η αυτοματοποίηση είναι μόνο μια περίπτωση αυτής της ευρύτερης πρότασης.

Κατά πόσο η άποψη του Μάρξ παραμένει σωστή ένα αιώνα αργότερα από την αρχική διατύπωση της ; Με έκπληξη διαπιστώνουμε ότι οι σύγχρονες ανακλάσεις πάνω στην αυτοματοποίηση αναπαράγουν την ίδια δομή, παρόλο που δεν συμφωνούν πάντα πάνω στην σπουδαιότητα της ιδιοκτησίας. Επίσης αν στην εποχή της πληροφόρησης οι τεχνολογίες εμφανίζονται γεμάτες απειλές και απελευθερωτικές προοπτικές, αυτό μπορεί να είναι αποτέλεσμα ιστορικής σημασίας. Η Μαρξιστική άποψη των τωρινών πηγών αυτοματοποίησης προτείνει ότι κάθε στάδιο στην ανάπτυξη της βιομηχανικής τεχνολογίας ήταν στοιχειωμένο από χαμένες ευκαιρίες για δημοκρατική πρόοδο στον εργασιακό χώρο. Αυτές οι ευκαιρίες οφείλονται στην επίδραση της μηχανοποίησης πάνω στην πιθανή οικονομική προσφορά της προόδου του πολιτισμού. Στο επόμενο κομμάτι θα εξερευνήσω μερικές από τις σύγχρονες πηγές αυτοματοποιήσεως κάτω από το φως αυτής της σύνδεσης.

Οι απόψεις για την χρησιμότητα των υπολογιστών διίστανται : Άλλοι υποστηρίζουν ότι οι υπολογιστές προκαλούν ανεργία και παγκόσμιο έλεγχο και άλλοι ότι μειώνουν το φόρτο εργασίας. Μετά το τέλος της δεκαετίας του ’80 έγινε γνωστή στο κοινό η δυνατότητα των υπολογιστών να προωθούν τις ανθρώπινες επαφές και να βοηθούν στην εκδημοκρατικοποίηση της κοινωνίας. Δύο είναι οι αρχές που περιγράφουν τις κοινωνικές επιπλοκές των τεχνολογικών προόδων : η αρχή της συντήρησης της ιεραρχίας και η αρχή της λογικοποίησης. Οι δύο αρχές πραγματοποιούν τις συμμετοχικές προσδοκίες της τεχνολογίας. Αυτές οι απόψεις είχαν παρουσιαστεί αρκετά παλιότερα από τον Μαρξ όχι απόλυτα σε σχέση με την αυτοματοποίηση αλλά με τη βιομηχανική ανάπτυξη γενικότερα. Όμως η αυτοματοποίηση είναι μια υποπερίπτωση αυτής.

 

Αυτοματοποίηση και ιδεολογία

Σ’ ένα διάσημο βιβλίο με τον τίτλο Aυτοματοποίηση που εκδόθηκε το 1952 ο John Diebold πρόβλεψε μια καινούργια μέρα να ξημερώνει για τους εργάτες. Έγραψε “ότι η αυτοματοποίηση σημαίνει ότι σε μεγάλο σημείο οι δουλειές στις οποίες οι εργάτες είναι απασχολημένοι και οι ρυθμοί που ελέγχονται από τη μηχανή θα αντικατασταθούν από άλλες μηχανές. Ο εργάτης θα ελευθερωθεί για δουλεία που επιτρέπει την ανάπτυξη των κληρονομημένων ανθρώπινων δυνατοτήτων του”. Ο Diebold άφησε να εννοηθεί ότι η διεύθυνση μπορεί να είχε πρόβλημα στο να προσαρμοστεί στην αλλαγή : “Η ταπεινότητα που η διεύθυνση χρειάζεται είναι ένα προτέρημα το οποίο αν και απαραίτητο στη διοίκηση, θα είναι ακόμα μεγαλύτερης σημασίας στο μέλλον”.

Με το πέρασμα των χρόνων πολλές μελέτες αμφιβάλλουν για τις προβλέψεις του Diebold. Περίπου 35 χρόνια αργότερα, ο Harley Shaiken επανεξέτασε τα αποτελεσματα μιας γενιάς αυτοματοποίησης στην αμερικανική βιομηχανία. Κλείνει το βιβλίο του, Μετασχηματισμένη Εργασία με ανακλάσεις του επόμενου θέματος :

Είναι ειρωνικό ότι οι υπολογιστές και οι μικροηλεκτρονική θα έπρεπε να χρησιμοποιούνται για να δημιουργήσουν ένα χώρο εργασίας με πιο πολύ κύρος. Θα μπορούσαν το ίδιο εύκολα να χρησιμοποιηθούν για να κάνουν τις δουλειές πιο δημιουργικές και να αυξήσουν τη λήψη αποφάσεων στο επίπεδο του καταστήματος. Αντί να βάζουν τους εργάτες κάτω από συγκεκριμένους ρυθμούς, τα συστήματα θα μπορούσαν να σχεδιαστούν για να παρέχουν στους εργάτες περισσότερες πληροφορίες για την λειτουργία παραγωγής γενικότερα και τις προσωπικές τους εργασίες ειδικότερα. Η τεχνολογία θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για να φέρει την εργασία κάτω από πιο απόλυτο έλεγχο των ανθρώπων που την ασκούν αντί για το αντίθετο.

Ποιος είναι ο λόγος για την απορριπτική αποτυχία να πραγματοποιήσει την υπόσχεσή της η αυτοματοποίηση ; Σύμφωνα με τον Shaiken αυτό είναι “η χρήση της τεχνολογίας που κάνει τη διοικητική δύναμη πιο εκτενή”.

Την τελευταία δεκαετία μια νέα πηγή αυτοματοποίησης έχει αναδυθεί γύρω από την διαμάχη μεταξύ τεχνικών προοπτικών και διευθυντικών αντιστάσεων. Μας λένε ότι η αυτοματοποίηση χρειάζεται νέου τύπου εργατική διεργασία βασισμένη πάνω σε νέα σχέδια μηχανών, αλλά εμείς παραμένουμε παγιδευμένοι στον Ταιιλορισμό των διάφορων συνταγματικών φάσεων. Σ’ αυτό το κεφάλαιο θα παρουσιάσουμε δύο σημαντικά κείμενα αυτής της αναδυόμενης προσέγγισης του θέματος, μια κοινωνική επιστημονική εργασία του Larry Hirschhorn και μια παρόμοια εμπνευσμένη γνωστή εργασία του Shoshanna Zuboff.

Πέρα από την Μηχανοποίηση, ο Hirschhorn προσφέρει ιστορικό λογαριασμό του πως η μεταβιομηχανική εργασία έχει διαμορφωθεί από την ανάπτυξη της μοντέρνας τεχνολογίας. Διαφωνεί με το ότι τέτοιες όχι επιθυμητές κοινωνικές συνέπειες της αρχικής μηχανοποίησης όπως του Ταιιλορισμού της εργασίας ήταν αποτέλεσμα τεχνικών περιορισμών τους οποίους τώρα μπορούμε να ξεπεράσουμε. Η παλιά μηχανική τεχνολογία ήταν υπερβολικά άκαμπτη γιατί είχε ενσωματωμένους μηχανικούς ελέγχους όπως εργαλεία ή έκκεντρους μηχανισμούς. Γι’ αυτό το λόγο πιο επαρκής εφαρμογή χρειάζεται ιεραρχημένη διοίκηση και ξεκάθαρα χωρισμένη εργασία. Η καινούρια μεταβιομηχανική τεχνολογία χρησιμοποιεί ηλεκτρονικούς ελέγχους που μπορούν να διαχειριστούν ξεχωριστά από τις μηχανές που κυβερνούν. Το τεχνικό σύστημα γίνεται πιο ελαστικό τόσο στη λειτουργία και στους στόχους με τραβηγμένες συνέπειες που συμπεριλαμβάνουν έναν αυξανόμενο ρόλο για εργάτες με νέου είδους ικανότητες.

Η συνθήκη του Zuboff πάνω στην κομπιουτεροποίηση του εργασιακού χώρου, Στην Εποχή των Εξυπνων Μηχανημάτων, δημιουργεί παρόμοιο επιχείρημα. Ο Zuboff υποστηρίζει ότι οι υπολογιστές κάνουν εφικτές δυο συμπληρωματικές μετασχηματισμοί. Από τη μια πλευρά μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να αυτοματοποιήσουν την παραγωγή ανακουφίζοντας ανθρώπινα όντα από σωματική προσπάθεια. Από τη άλλη πλευρά μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να “πληροφορήσουν”, ο όρος χρησιμοποιήθηκε από το Zuboff για την κατάταξη των εργατών και των μηχανών σε ένα ανώτερο επίπεδο διανοητικής ενασχόλησης και παραγωγικότητας. Η πληροφόρηση δεν είναι εναλλακτική λύση της αυτοματοποίησης με την κανονική έννοια, αλλά είναι ένας καλύτερος τρόπος αυτοματοποίησης που συνειδητοποιεί τις ανθρώπινες προοπτικές του εργασιακού χώρου όπως επίσης και τις τεχνικές προοπτικές των υπολογιστών.

Ο Hirschhorn και ο Zuboff προσπάθησαν να δείξουν τις μοναδικές προοπτικές των υπολογιστών που στηρίζουν την ανάγκη για αυξημένη δεξιότητα. Ο Hirschhorn διαφωνεί στο ότι όταν ο μηχανικός έλεγχος μειώνεται και το σύστημα ελέγχου διαχωρίζεται “η μηχανή έχει εξελιχθεί σε συσκευή επικοινωνίας. Η μεταφορά της πληροφόρησης και όχι της δύναμης έχει γίνει ο πρωταρχικός της σκοπός. Μόνο μέσω της επανεξήγησης και της επανακατασκευής σαν συσκεύη επικοινωνίας μπορεί η μηχανή να παίξει έναν επαρκή ρόλο στην βασισμένη-στην-ανάδραση παραγωγή” .

Σύμφωνα με τον Zuboff η τεχνολογία πληροφόρησης όχι μονό παράγει προϊόντα αλλά επίσης εκπροσωπεί τον κόσμο πάνω στον οποίο δρα. Αυτή η επικοινωνιακή ή αντανακλαστική διάσταση της τεχνολογίας πληροφόρησης δινεί αύξηση σε μια διαδικασία εργασίας η οποία αυξανόμενα θολώνει τη διάκριση μεταξύ πνευματικής και χειρωνακτικής εργασίας. Μια διαδικασία αυτοματοποίησης η οποία δίνει έμφαση στην αντικατάσταση του ανθρώπου από ένα μηχάνημα στέκεται μόνο πάνω στις μηχανικές δυνατότητες της τεχνολογίας πληροφόρησης , και θα μπορούσε να οδηγήσει σε ευνοϊκότερα χρονικά της τεχνολογικής προοπτικής .

Στον απολογισμό του Hirschhorn , το κλείδι “στην επανεξέταση και επανακατασκευή” των αυτοματοποιημένων συστημάτων βρίσκεται στις ίδιες τους τις ατέλειες. Αν και μπορούν να χειριστούν τα προβλήματα ρουτίνας τα οποία προβλέπουν οι σχεδιαστές τους, δεν μπορούν ποτέ να καταφέρουν τον ιδανικό αυτό έλεγχο που μηχανικοί και διευθυντές έχουν θέσει γι’ αυτούς. Απρόσμενα “δεύτερης τάξης” εμπλοκές εμφανίστηκαν από τις ιδιοτροπίες της φθοράς, της ποιότητας των υλικών, των διαχειριστικών λαθών και των αλλαγών στα παραγωγικά συστήματα. Η δουλειά σε μια μεταβιομηχανική κοινωνία εμπεριέχει την επαρκή κάλυψη αυτών των κλονισμών “δεύτερης τάξης”. Γι’ αυτό ο Hirschhorn δεν αποδέχεται “τον ευχόμενο ουτοπισμό” των μηχανικών που προσπαθούν να φτίαξουν το τέλειο σύστημα. “Τα μηχανικά συστήματα αναπόφευκτα δεν τα καταφέρνουν, δοσμένης της πραγματικότητας των υλικών και της ανθρώινης συμπεριφοράς. Από τη στιγμή που θα αποδεχτούμε την αποτυχία σαν μέρος της τεχνολογικής πραγματικότητας, θα κερδίσουμε μια πιο ξεκάθαρη άποψη πάνω σε μεταβιομηχανική εργασία.”

Οι εργάτες σε συμβολικά σκεπτόμενα περιβάλλοντα έχουν πολύ διαφορετικές ανάγκες από αυτούς που βρίσκονται σε μηχανικά. Περιγράφοντας ένα εργοστάσιο παραγωγής πολτού, ο Hirschhorn γράφει ότι “οι χειριστές ήταν απασχολημένοι σε δουλειές δεύτερης τάξης, και η διαχείριση των νεωτερισμών, γίνονται πιο συνεχείς ακόμα και ως την μηχανή της παραγωγής”. Αυτού του είδους η λειτουργία χρειάζεται επαναπροσδιορισμό της εργασίας ως μια εξελισσόμενη λειτουργία που απασχολεί τον εργάτη και τις ικανότητες του ή της το ίδιο με την μηχανή της παραγωγής. Η εκμάθηση και η εργασία συγχωνεύονται σ’ αυτό το νέο τεχνολογικό περιβάλλον.

Σύμφωνα με το Zuboff, το κύριο εμπόδιο στον επαναπροσδιορισμό της εργασίας σαν μια διεργασία εκμάθησης είναι η κληρονομιά του Ταιιλορισμού. Η καινούργια προσέγγιση της εργασίας δεν ταιριάζει με τη διοίκηση, η ίδια η ύπαρξη της οποίας είναι ριζωμένη στην εκμετάλλευση των ικανοτήτων. Η εκλογικευμένη γνώση ήταν περίσταση για την προέκταση της μεσαίας διοίκησης και έγινε η βάση της νομοθέτησης”. Η επίσημη εκπαίδευση και οι διανοούμενες δεξιότητες μονοπωλήθηκαν από τη διοίκηση και ορίστηκαν διαφορετικά από τους εργάτες. Επίσης έγινε δεύτερη φύση των διευθυντών να χρησιμοποιούν την τεχνολογία για να οριοθετήσουν τη διακριτικότητα των εργατών, και σε αυτή τη διαδικασία να συγκεντρωθεί η γνώση στο διοικητικό επίπεδο”.

Αλλά η διαδικασία πληροφόρησης προϋποθέτει το αντίστροφο, και μπορεί μόνο να πετύχει όπου η διοίκηση σχεδιάζει εκπαιδευόμενες και οργανωτικές δομές οι οποίες διαδίδουν διανοούμενες δεξιότητες στο ευρύτερο δυνατό. Χωρίς αυτή τη στρατηγική δέσμευση, η ιεραρχία θα χρησιμοποιεί την τεχνολογία για να αναπαράγει τον εαυτό της. Οι τεχνολογικές δημιουργίες απουσία των οργανωτικών εφευρέσεων θα εξομειωθούν σε στάτους κβο. Δυστυχώς αυτοί που έχουν τα πιο πολλά να χάσουν, τουλάχιστον σε όρους της παραδοσιακής αυτοκατανόησης, είναι αυτοί πάνω στους οποίους στηρίζεται η αλλαγή.

Ο Hirschhorn συζητάει την μηχανολογία σε παρόμοιους όρους σαν στοιχειωμένη από την παλιά μηχανιστική έννοια της εργασίας. Ο ίδιος ο χαρακτήρας της μεταβιομηχανικής δουλειάς δευτερεύοντως ελέγχου, να παρακολουθεί και να εκτιμήσει τα σήματα και στοιχεία, αυξάνει τη σημασία των ομάδικών διεργασιών. Παρά ταύτα οι διοικητές και οι μηχανικοί συνεχίζουν να παίρνουν εργασιακά σχεδιασμένες αποφάσεις σαν να μην υπάρχει και ομαδική ζωή. Για μια ακόμα φορά είναι η κληρονομιά του Ταιιλορισμού που μπλοκάρει την προσαρμογή στον καινούργιο κόσμο της μεταβιομηχανικής τεχνολογίας. Ο Ταιιλορισμός δεν είναι συμβατός με μια προσέγγιση εκμάθησης της εγκατάστασης της μηχανής και της προόδου”.Οι μηχανικοί πρέπει να ξεπεράσουν την άποψη ότι υπάρχει πάντα ένα “τεχνικό διόρθωμα” και να συνειδητοποιήσουν την πολυπλοκότητα του κοινωνικού συστήματος μέσα στο οποίο τα εργαλεία τους θα χρησιμοποιηθούν.

Ο Hirschhorn καταλήγει :

Υπάρχουν περισσότερα να διακυβευτούν εδώ από τον ανταγωνισμό φιλοσοφιών του μηχανολογικού σχεδιασμού. Η κάθε αρχή θέτει το στάδιο για μια διαφορετική αντίληψη της εργασίας. Η αρχή της ενοποίησης και του ουτοπιστικού σχεδιασμού επικυρώνει μια Ταιιλοριστική άποψη: όσο πιο τέλειο το μηχάνημα τόσο πιο εύκολη και λογική η εργασία. Η θεωρία των συστημάτων, η μηχανολογία ελέγχου, η ουτοπιστική σκέψη και οι Ταιιλοριστικές συνταγές συγκλίνουν στο έπακρο της δεξιότητας του εργάτη. Σε αντίθεση η αρχή της ελαστικότητας δημιουργεί μια αντίληψη της δουλειάς μέσα στην οποία η δυνατότητα του εργάτη να μάθει ,να προσαρμοστεί και να ελέγξει τους εξελισσόμενους ελέγχους γίνεται κεντρική στην αναπτυσσόμενη προοπτική του μηχανικού συστήματος.

Αν και ούτε ο Hirschhorn ούτε ο Zuboff κατηγορούν τον καπιταλισμό για τα προβλήματα που συζητούν, τα επιχειρήματά τους είναι γενικώς παράλληλα με αυτά του Μαρξ κάνοντας πιο δυνατή την εκτίμησή του για την πολυδάπανη αυταρχική διοίκηση. Δείχνουν ότι ο υπολογιστής είναι μια αμφίθυμη τεχνολογία για διαφορετικές εξελίξεις. Η αυτοματοποίηση αυξάνει την αυτονομία της διοίκησης μόνο σε βάρος της δημιουργίας καινούργιων προβλημάτων που δικαιολογούν απαιτήσεις των εργατών για διευρυμένο περιθώριο ελιγμού. Αυτό το περιθώριο μπορεί να ανοίξει για να βελτιώσει την ποιότητα της αυτό-οδηγούμενης δράσης ή μπορεί να παραμείνει κλειστό για να βοηθήσει τον έλεγχο. Όπως γράφει ο Zuboff “ο τεχνολογικός σχεδιασμός εμπεριέχει υποθέσεις οι οποίες μπορούν είτε να προκαλέσουν είτε να εξαφανίσουν την ανθρώπινη προσφορά”.

Η σημασία της Αυτοματοποίησης είναι ότι ένα μέρος των εργασιών κάποιου βιομηχανικού κλάδου που μέχρι πριν την εμφάνισή της απασχολούσε ανθρώπινο δυναμικό, τώρα ανατίθεται σε μηχανές. Έχουν κατά καιρούς διατυπωθεί διάφορες απόψεις περί αυτοματοποίησης. Ο Diebold υποστήριξε ότι με την αυτοματοποίηση ανατέλλει μια νέα μέρα για τους εργάτες αφού τους δίνεται χρόνος για την ανάπτυξη των κληρονομικών τους δυνατοτήτων. Ο Shaiken αναθεώρησε τις απόψεις για αυτοματοποίηση και διαφώνησε με την υπάρχουσα χρήση υπολογιστών. Ο Hirschhorn διατύπωσε ότι η καινούργια μεταβιομηχανική τεχνολογία χρησιμοποιεί ηλεκτρονικούς ελέγχους και οι χειρισμοί γίνονται ξεχωριστά από τις μηχανές που κυβερνούν. Ο Zuboff ισχυρίστηκε ότι από τη μια αυτοματοποιούν την παραγωγή ανακουφίζοντας από σωματική προσπάθεια και από την άλλη πληροφορουν. Από την Αυτοματοποίση μέχρι την Τεχνητή Νοημοσύνη υπάρχει ένα τεράστιο άλμα, παρόλα αυτά και για την ΤΝ εκφράζονται παρόμοιες συστάσεις.

 

Υπολογιστές, Κοινωνία και Τεχνητή Νοημοσύνη

Από την αυτοματοποίηση στην τεχνητή νοημοσύνη (ΤΝ) φαίνεται να υπάρχει ένα τεράστιο άλμα , αλλά και οι δύο τομείς είναι χωρισμένοι από παρόμοιες αμφιταλαντεύσεις. Φυσικά η ΤΝ δεν έχει ακριβές αντίστοιχο για τις ιδεολογίες της αυτοματοποίησης και συμμετοχής, αλλά τα διάφορα ρεύματα σ` αυτόν τον τομέα αντικατοπτρίζουν μια παράλληλη διαμάχη στο όραμα της ανθρώπινης ζωής.

Πρόσφατες διαφωνίες για την ΤΝ επίσης φέρουν ενδιαφέρουσες φιλοσοφικές απορίες σε σχέση με τη φύση της λογικής. Χονδρικά διατυπωμένο το πρόβλημα αφορά τις ομοιότητες και τις διαφορές μεταξύ ανθρώπινης σκέψης και επεξεργασίας της πληροφορίας. Σε σημείο που οι ομοιότητες μπορούν να βρεθούν κομπιουτεροποιημένα αυτόματα μπορούν να αντικαταστήσουν τους ανθρώπους για πολλούς περίπλοκους σκοπούς. Στο όριο που οι διαφορές συναντώνται, μεγαλύτερη φιλοσοφική ακρίβεια έχει εισαχθεί στην έννοια της ανθρώπινης σκέψης, εμφανώς διακεκριμένη από την φτιαγμένη από άνθρωπο. Αυτές οι ομοιότητες και οι διαφορές δεν είναι μόνο θεωρητικές αλλά επίσης αφορούν το σχεδιασμό και προγραμματισμό των υπολογιστών. Η ΤΝ είναι επίσης ένας μοναδικός τομέας μέσα στον οποίο σχέσεις μπορούν να δημιουργηθούν μεταξύ των τεχνικών απασχολήσεων των εξασκούντων και της κοινωνικής θεωρίας της τεχνολογίας. Από τότε που ο προγραμματισμός και ο σχεδιασμός του υπολογιστή είναι πιθανόν οι πιο ιδανικοί τρόποι δουλειάς σήμερα, αυτή η συζήτηση επιπλέον στηρίζει το επιχείρημα του προηγούμενου κεαφαλαίου.

Ο Μύθος της Τεχνητής Νοημοσύνης

Υπάρχουν τουλάχιστον τρεις διαφορετικές ερμηνείες για τον όρο τεχνητή νοημοσύνη. Στην πρώτη περίπτωση, η ΤΝ είναι ένας τύπος προγράμματος υπολογιστή, ο οποίος παρά το άγριο ξεπούλημα, έχει σίγουρα πραγματικά αποτελέσματα. Η ΤΝ έχει εφαρμοστεί, για παράδειγμα, για τον σχεδιασμό φυσικών γλωσσών για εφαρμοσμένα προγράμματα, και έχει χρησιμοποιηθεί στην φαρμακευτική για την ανάλυση εργαστηριακών τεστ. Ό, τι και να πιστεύουν οι φιλόσοφοι για την ΤΝ, δεν υπάρχει λόγος να περιμένουμε τεχνολογική πρόοδο με τη προσομοίωση πνευματικών λειτουργιών να μειώνεται σύντομα .

Δεύτερον, η ΤΝ έχει εμπνεύσει ένα νέο κομμάτι στην ψυχολογία η οποία θεωρεί τον υπολογιστή σαν ένα μοντέλο του μυαλού. Αυτή η προσέγγιση εκφράζει την κυρίαρχη αιτιολογική παρατήρηση της κοινωνίας μας. Φιλόσοφοι και ψυχολόγοι αρέσκονται στο να βρίσκουν αυτό, έχοντας κατανοήσει τη σκέψη σαν ένα είδος μηχανής, μηχανής που στην πραγματικότητα διαγράφει την τέλεια εικόνα της λειτουργίας της σκέψης. Σε πείσμα της σιγουριάς του αναμφίβολου αυτής της πρότασης, ερευνητές έχουν κατασκευάσει νέες θεωρίες που υπόσχονται χρήσιμες διαγνώσεις σε νοητικές υπηρεσίες.

Τρίτον, η ΤΝ είναι σλόγκαν μιας ιδεολογικής κίνησης για τον αντιλαμβανόμενο άνθρωπο, στο μοντέλο του δικού του αυτόματου. Στο υψηλότερο επίπεδο της αφαιρετικής, αυτή είναι μια φιλοσοφική προσπάθεια που αποκλίνει από τα κοινωνικά ενδιαφέροντα. Οι συμμετέχοντες σ` αυτή την κίνηση πάντα είχαν την αίσθηση ότι κάνουν “επιστήμη” περισσότερο όπως άλλοι συνάδελφοί τους στο πανεπιστήμιο, και τείνουν να αποδώσουν το εξεγερμένο γόητρο του ερευνητικού τους προγράμματος στα υπάρχοντα πλεονεκτήματά του. Αλλά η κοινωνική αποδοχή αυτών των συλλογισμών είναι ένα εντελώς διαφορετικό ζήτημα. Γιατί έχουν τις πιο υπερβολικές αξιώσεις ότι η ΤΝ μπορεί να γίνει πλεονέκτημα για την κοινή ψυχολογία και σε τι πρακτική εργασία μπορούν να συνδεθούν;

Η θεωρητική πρόοδος της γνωστικής επιστήμης επηρεάζει τις ζωές των καθημερινών ανθρώπων μόνο εμμέσως, διαμέσου της ευλογοφάνειας που δίνει στις αλληγορίες που εξισώνουν την ανθρώπινη ύπαρξη με μηχανές, ειδικά με υπολογιστές. Η δημοτικότητα αυτών των αλληγοριών είναι διαταραγμένη : αν οι υπολογιστές είναι είδωλα των ανθρώπινων υπάρξεων, τότε ο μηχανικός κόσμος μορφοποιεί ένα κλειστό σύστημα στο οποίο εμείς δεν είμαστε τίποτα άλλο από ένα εργασιακό κομμάτι. Η τεχνολογική αχρήστευση του ανθρώπινου είδους ποτέ δεν ήταν πιο κόντα. Μπορούμε σύντομα να είμαστε εκείνα τα “όργανα αναπαραγωγής των μηχανών” που o Marsholl Mc Luhan προέβλεπε ότι θα γινόμαστε. Βεβαίως οι προοδευτικές πολιτικές και εθιστικές προωθήσεις των τελευταίων εκατοντάδων ετών δεν μπορεί να διασώσουν την ανακάλυψη ότι οι ανθρώπινες υπάρξεις είναι, πάνω απ’ όλα, μερικώς υπολογιστικές συσκευές.

Είναι αλήθεια ότι ο Γαλλικός Διαφωτισμός παλαιότερα δήλωνε ότι ο άνθρωπος είναι μια μηχανή. Ο Διαφωτισμός έκανε μια προοδευτική χρήση απομυστικιστικού υλισμού, αλλά είναι δύσκολο να πιστέψουμε ότι η αναγέννηση αυτού του δόγματος σήμερα είναι μια απάντηση στον θρησκευτικό σκοταδισμό. Αντίθετα, ο σύγχρονος υλισμός εμφανίζεται να είναι η θεωρητική έκφραση αυτού του πάθους του οποίου ο ολοκληρωτικός έλεγχος αναγνωρίζεται από τον David Noble στον διοικητικό κόσμο.

Τι είναι η αυτοκατανόηση μιας μηχανής που υποτίθεται ότι είναι έτσι; Ίσως η απάνηση δίνεται από τη θεωρία του “νεοναρκισσισμού” της οποίας η σημασία δίνεται από τη εντεινόμενη επιδίωξη της προσωπικής ευχαρίστησης από ξεχωριστά άτομα τα οποία έχουν λιγότερη ομοιότητα απ’ όσο παλαιότερα. Η κατάπτωση της δημόσιας ζωής και η εγκατάλειψη της οικογένειας φαίνεται να κόβει την ατομικότητα και να απομακρύνεται από τους καθιερωμένους ηθικούς πόρους και τις πηγές του νοήματος. Όχι πολύ αργότερα το πρόσωπο σχηματοποιήθηκε δια μέσου πραγματικών δεσμών και υποχρεώσεων, έγινε ένας δυσαρεστημένος παθητικός θεατής της δικής του ζωής, απασχολούμενο σε στρατηγικές χειρισμού και ελέγχου κατευθυνόμενες στο ίδιο και σε άλλους όμοιούς του. Η κομπιουτεροποίηση της ανθρώπινης αυτό-απεικόνισης τοποθετεί το θέμα τώρα στη θέση του προγραμματιστή. Η συζήτηση για τις ανθρώπινες υποθέσεις στη νέα φάση του ναρκισσισμού φέρνει την εγκατάλειψη του μηχανικού ανθρώπου. Οι άνθρωποι “πατούν κουμπιά ο ένας στον άλλο” σήμερα όπως κάποτε θα μπορούσαν συναισθηματικά να περιγραφούν σαν ερωτευμένοι.

Υπάρχουν τρεις ερμηνείες γύρω από την Τεχνητή Νοημοσύνη. Η πρώτη έχει εμπνεύσει ένα νέο κομμάτι στην ψυχολογία που θεωρεί τον υπολογιστή σαν μοντέλο μυαλού. Η δεύτερη λέει ότι η ΤΝ είναι απλά στερεότυπο μιας ιδεολογικής κίνησης επιστημόνων. Η τρίτη ερμηνεία προσδιορίζει την ΤΝ ως τύπο προγράμματος υπολογιστή με πραγματικά εφαρμοσμένα αποτελέσματα. Πολλοί αξιώνουν ότι οι υπολογιστές είναι ανθρώπινοι αντικατοπτρισμοί και ότι η τεχνολογική αχρήστευση του ανθρώπου είναι πολύ κοντά, αφού ο άνθρωπος τείνει να γίνει μια μηχανή, κάτι που δήλωνε παλιότερα και ο Γαλλικός Διαφωτισμός.

Επικοινωνία μέσω υπολογιστών

Υπάρχει ένα κοινό που έχει μια μοναδική προοπτική πάνω στο θέμα της ΤΝ από τότε που εφάρμοσε θεωρία της νοημοσύνης στην εργασία του. Ανάμεσα στους σχεδιαστές και τους προγραμματιστές των υπολογιστών θεωρητικές συζητήσεις σχετικά με τη φύση της νοημοσύνης δεν είναι απλά και μόνο θεωρητικές αλλά επίσης εκφράζουν πίεση στην αυτοκατανόηση ενός επαγγέλματος. Τα μέλη του βασίζονται για το μεγαλύτερο μέρος στις μη αναπαραγόμενες παραστάσεις της engineering culture στην οποία έχουν κοινωνικοποιηθεί. Αυτές οι παραστάσεις καθορίζουν το “πραγματικό” έργο των υπολογιστών και τον καλύτερο τρόπο χρήσης τους.

Ο συνηθισμένος χρήστης υπολογιστή είναι προστατευμένος σε μερικό βαθμό από την κουλτούρα του υψηλότερου επιπέδου διασύνδεσης εφαρμοσμένων προγραμμάτων όπως το Word Perfect αλλά ακόμα παίρνει μια γεύση από τους μηχανικούς αυτών των προγραμμάτων. Είναι ένας ορθολογιστικός κόσμος ο οποίος υπόκειται λίγο ή δεν έχει καμία σχέση με την καθημερινή εμπειρία η όποια λογική συνίσταται στις γραμμικές εφαρμογές ξεκάθαρων αναπαραστάσεων των τεχνητών, συναφών και ακριβώς ορισμένων αντικειμένων. Τα προβλήματα είναι αναμφίβολα και οι λύσεις οριστικά ελεγμένες. Για σιγουριά είναι ένας κόσμος στον οποίο οι γέφυρες μπορούν να φτιαχτούν για να στέκονται στους σεισμούς, αλλά είναι και ένα εξειδικευμένο κίνητρο νοημοσύνης και όχι η παραδειγματική του περίπτωση.

Αυτές οι ορθολογικές αξιώσεις είναι ενσωματωμένες στους τεχνικούς κώδικες του επαγγέλματος των υπολογιστών, όπου καθιερωμένες σχεδιαστικές αποφάσεις έχουν φτιαχτεί στη βάση των κανόνων και των διαδικασιών τους. Είναι αυτός ο τεχνικός κώδικας ο οποίος ενσωματώνει την κύρια εικόνα του υπολογιστή σαν ένα σύστημα ελέγχου, δηλαδή ένα αυτόματο. Η μελέτη της ΤΝ κρύβει προϋποθέσεις από αυτόν τον θεμελιώδη κώδικα στην ενδιαφερόμενη ενημερότητα.

Ο κόσμος των υπολογιστών είναι ένα εξαιρετικά ευνοϊκό περιβάλλον για την ιδεολογία του αυτοματισμού, αν και υπάρχουν αμφιβολίες για το αν η παλαιότητα της πληροφορίας έχει αντίκτυπο. Τα λειτουργικά συστήματα των υπολογιστών μεγάλης ισχύος περιλαμβάνουν λειτουργίες συστημάτων επικοινωνιών, συνήθως με τον τύπο του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου. Η επικοινωνία με υπολογιστές είναι απλά ένα ζήτημα. Οι προγραμματιστές και οι σχεδιαστές “ζουν” μέσα σ’ ένα περιβάλλον που ορίζεται από τα προγράμματα υπολογιστών που χρησιμοποιούν, ανταλλάσσουν και συζητούν on line. Η χρήση υπολογιστών είναι ένας ιστός επικοινωνιών, ένα κοινωνικό καθώς και ένα τεχνικό δίκτυο.

Στην εφαρμογή για επικοινωνία, ο υπολογιστής έχει μια εκπληκτική δύναμη να σχηματίζει το μέσο για ένα παράλληλο κόσμο. Οι συμμετέχοντες σε μια συνηθισμένη on line συζήτηση βρίσκουν τις ζωές τους διπλασιασμένες σ’ ένα πραγματικό και ένα φανταστικό κομμάτι. Στον καθημερινό τους κόσμο σχετίζονται με ανθρώπους οι οποίοι είναι γεωγραφικά αποκλεισμένοι αλλά στον τηλεματικό κόσμο κοινωνικές επαφές επιλέγονται χωρίς εξάρτηση από τη γεωγραφία αποκλειστικά στη βάση διαμερισμού ενδιαφερόντων ή εργασίας. Αντίθετα μια σίγουρη απλούστευση της κοινωνικής αλληλεπίδρασης αποτελεί κάτι συναφές. Η on line επικοινωνία μοιράζεται την βαθιά ριζωμένη πολυπλοκότητα και την αμφιβολία της επικοινωνίας σε φυσική γλώσσα. Δεν είναι σύμφωνη με το καθιερωμένο μοντέλο υπολογιστικής νοημοσύνης όχι περισσότερο από μια συζήτηση γύρω από το Coke machine σ’ ένα γραφείο προγραμματιστών. Ακόμα αυτός ο οn line κόσμος δεν είναι άσχετος με τον υπολογιστή αλλά είναι ένας τρόπος της συμβολικής του μεσολάβησης στη σύγχρονη εργαστηριακή πρόοδο.

Τα καλύτερα προγράμματα επικοινωνίας σε χρήση υποστηρίζουν μικρή on line εργασία ή ομαδικές συζητήσεις. Αυτές οι “διασκέψεις μέσω υπολογιστών” είναι τυπικά “ασύγχρονες”, με πρόθεση αυτά τα μηνύματα να σταλούν στη διάσκεψη αποθηκευόμενα σ’ ένα μεγάλο “υπολογιστή λήπτη” και γίνονται διαθέσιμα στα τερματικά των μελών τους οποτεδήποτε θέλουν. Η διάσκεψη μέσω υπολογιστή υπάρχει στις ΗΠΑ απο το 1974 όταν είχε παρουσιαστεί σαν μια βελτίωση του απλού διαπροσωπικού e-mail. Αυτό είναι πιο πετυχυμένο στις εταιρίες υπολογιστών, όπου οι εργαζόμενοι συνηθισμένοι να χρησιμοποιούν υπολογιστή μπορούν να καταλάβουν προγράμματα και έχουν εύκολη πρόσβαση στον απαραίτητο εξοπλισμό. Αυτές οι εφαρμογές αποτελούν μια τέλεια απεικόνιση του επιχειρήματος των Hirschhorn και Zuboff ότι η μεταβιομηχανική εργασία είναι ουσιαστικά μια πρόοδος της επικοινωνιακά οργανωμένης τεχνολογίας υπολογιστών.

Το VAX Notes σύστημα διάσκεψης μέσω υπολογιστή της Digital Equipment Corporation είναι μια περίπτωση μεμονωμένη. Η DEC ρίσκαρε πολύ νωρίς πάνω σ’ αυτό που λέγεται “κατανεμημένο δίκτυο”, ώστε να δείξει τη συνδετική ικανότητα των υπολογιστών σε μεικτά συστήματα. Αντί για το χτίσιμο πελώριων υπολογιστών μεγάλης ισχύος, όπως στην IBM, κάθε στήσιμο με την καθιερωμένη μεγαλοπρέπεια στο κέντρο του δικού του μικρού κόσμου, οι μικροϋπολογιστές της μικρού μεγέθους της DEC είναι σχεδιασμένοι ώστε να αλληλοσυνδέονται και να διαμοιράζουν αρχεία και δραστηριότητες. Αλλά σύνδεση υπολογιστών σημαίνει σύνδεση των χρηστών των υπολογιστών, περιλαμβανομένης της σχεδιαστικής εργασίας πάνω στο προϊόν της εταιρίας. Η βιομηχανική στρατηγική της DEC αντιτίθεται στην ίδια την εταιρία, ενισχύοντας μια προϋπάρχουσα τάση στην εργασία μεταξύ οριζόντιων δεσμών και συνασπισμών.

Οι 125.000 εργαζόμενοι της DEC είναι διασκορπισμένοι σε όλο τον κόσμο και συνδέονται μαζί με ένα συνεταιρικό δίκτυο υπολογιστών. Το 1986 οι μηχανικοί παρουσίασαν την πρώτη έκδοση του VAX Notes για προσωπική τους χρήση ώστε να βελτιώσουν τη λειτουργικότητα δικτυομένων σχεδιαστικών ομάδων. Τελικά το σύστημα αυξήθηκε σε 15.000 διασκέψεις με δεκάδες χιλιάδες μέλη και το VAX Notes λανσαρίστηκε και πωλήθηκε σαν ένα προϊόν λογισμικού της DEC.

Η εταιρία αποποιήθηκε τον έλεγχο του περιεχομένου δικτύου : Η διάσκεψη στη DEC αναπτύχθηκε ολοκληρωτικά με βάση τα συμφέροντα των χρηστών. Επιπρόσθετα αναφορικά με την πολυάριθμη εργασία σχετιζόμενη με διασκέψεις, άλλες είχαν μορφοποιηθεί για διάφορους ομίλους και αθλητικές ομάδες, άλλες για εργαζόμενους με πολλαπλές σκληρώσεις και άλλες για ανώτερα στελέχη που γράφουν διεθνείς εκθέσεις για εστιατόρια και πάει λέγοντας. Γενικά ο κοινωνικός κόσμος της DEC έχει διπλασιαστεί σε μια “πραγματική” και μια “φανταστική” κοινότητα.

Αυτή είναι μια κρυφή άποψη για τη χρησιμότητα των υπολογιστών. Η αντίφαση μεταξύ αυτοματισμού και επικοινωνίας που χτίστηκε πάνω στην καθημερινή πρακτική εμπειρία προσφέρει ένα σίγουρο όριο ιδεολογικού ελιγμού ώστε να μπορούν να το χρησιμοποιούν για να τροποποιήσουν τις κοινωνικές τους παρεμβολές και δραστηριότητες. Μια από τις πολλές VAX Notes διασκέψεις είναι ξεχωριστά συμπτωματική από αυτές τις αντιφάσεις : μια άποψη από τη φιλοσοφία του Heidegger. Ένας ηγετικός μηχανικός σχεδίου και οι συνεργάτες του αρχίζουν τη διάσκεψη επειδή έιχαν χάσει την πίστη τους και την ορθολογιστική τους αξίωση σχετικά με την ανθρώπινη ύπαρξη. Η φαινομενολογία του Heidegger σχετικά με την ανθρώπινη δράση έμοιαζε να υπόσχεται μια απόδραση από την απλοϊκή σχεδιαστική κουλτούρα έναντι μιας πιο ρεαλιστικής προσέγγισης διασύνδεσης και εξοπλισμού.

Αναφέρομαι σε μερικές συνέπειες της εκπληκτικής αυτής στροφής στο επόμενο κομμάτι. Αν και είναι χωρίς καμία σημασία μια δεδομένη αντίδραση, πιστοποιεί σε μια άμεση τάση τεχνικών επαγγελμάτων μεταξύ εκτενώς αποδεκτών ορθολογιστικών τεχνικών κωδικών και των πραγματικοτήτων της ανθρώπινης ζωής. Αυτή η τάση έχει τώρα εξαπλωθεί στο βαθμό ώστε το 1989 ο φιλόσοφος Hubert Dreyfus ήταν ικανός να οργανώσει μια “εφαρμοσμένη διάσκεψη Heidegger” στο πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια, Berkeley απευθυνόμενο σε εκατοντάδες επαγγελματίες όχι μόνο του κόσμου των υπολογιστών αλλά από χώρους εξίσου διαφορετικούς νοσηλευτικής και διοίκησης.

Αυτές είναι “ειδικές απόψεις” στη λογική του Foucault, απόψεις οι αντιστάσεις και οι επαναστάσεις των οποίων έχουν ρίζες στην κοινωνική τους λειτουργία και την συνδυαστική τους γνώση, βασίζονται καλύτερα στη γλώσσα της πολιτικής και της δικαιοσύνης απασχολουμένων από τις κατά γράμμα απόψεις των προηγουμένων ετών. Λέγοντας απόψεις “ειδικές” ο Foucault δεν εννοεί ότι η δράση του στερείται παγκόσμιας σημασίας αλλά ότι αυτή η σημασία προκύπτει από μια τοπική κατάσταση στον τεχνικό καταμερισμό εργασίας. Στην ονοματολογία που εισάγεται εδώ, οι πρωτοβουλίες των “ειδικών απόψεων” έχουν παρθεί στο πλαίσιο των συνδεδεμένων ελιγμών με ένα τεχνικά ορισμένο πεδίο ορισμού για να μετατρέψει τον ιδρυθέντα κώδικα σ’ αυτό το πεδίο ορισμού. Θα ήθελα τώρα να στραφούμε σε μια μελέτη μιας σημαντικής προσπάθειας στην κοινότητα της ΤΝ ώστε να αρθρώσουμε τις θεμελιώσεις για έναν εναλλακτικό κώδικα.

Οι υπολογιστές μπορούν να αποτελέσουν γέφυρα επικοινωνίας ανάμεσα στους χρήστες χωρίς να απαιτείται η γεωγραφική τους γειτονικότητα. Ο υπολογιστής έχει τη δύναμη να σχηματίζει το μέσο για έναν παράλληλο κόσμο. Επίσης η χρήση δικτύου μπορεί να χρησιμεύσει σε επιχειρήσεις των οποίων οι εργαζόμενοι βρίσκονται διασκορπισμένοι αφού τους παρέχει τη δυνατότητα να πάρουν όποια πληροφορία θελήσουν οποιαδήποτε στιγμή την χρειαστούν και ακόμη τους κρατά σε επαφή. Για το σκοπό αυτό η DEC έφτιαξε το VAX Notes σύστημα διαχείρισης.

 

Επίσης ένα νέο παράδειγμα

Το πεδίο της ΤΝ είναι διαιρεμένο σήμερα σε δύο στρατόπεδα, ένα “γνωστικό” στρατόπεδο και μια “νεοδιασυνδετική” μειονότητα. Οι γνωστικιστές προσπαθούν να προσομοιώσουν τις βασικές λειτουργίες της ανθρώπινης σκέψης με πολύ δυνατούς υπολογιστές συμβατικά σχεδιασμένους. Αυτοί οι “σειριακοί” υπολογιστές κινούνται γρήγορα από τη μια λειτουργία στην επόμενη, διαχειριζόμενοι σύμβολα σε ακολουθία, σύμφωνα με περίπλοκους συντακτικούς κανόνες που περιέχονται στα προγράμματά τους. Αυτό είναι που λέγεται “ειδικά συστήματα εργασίας”, ταξινομημένα και υπολογισμένα με συμβολικά υλικά προμηθευμένα από τους χρήστες. Τέτοιοι υπολογιστές δεν μπορούν ακόμα να χτυπήσουν το παγκόσμιο πρωτάθλημα σκακιού, όμως πλησίασαν να το καταφέρουν στο τέλος του 1989.

Η κύρια ένσταση του “νεο-διασυνδετισμού” απέναντι σ’ αυτή την προσέγγιση είναι το γεγονός ότι ο ανθρώπινος νους δεν σκέφτεται σε γραμμικές ακολουθίες, αλλά “κλητεύει” δεδομένα σε παράλληλες λειτουργίες μιας πελώριας εσωτερικής πολυπλοκότητας. Η παράλληλη “κλήτευση” εμφανίζεται να είναι απαραίτητη σε τέτοιες δραστηριότητες, όπως τη διορατικότητα, ώστε να μπορεί να εξηγήσει γιατί είναι ευκολότερο σε έναν σειριακό υπολογιστή να προκαλέσει τον Kasparov παρά να εξομοιώσει το μάτι της μύγας.

Οι “νεο-διασυνδετιστές” ελπίζουν ότι τα δίκτυά τους μπορούν να υπερβούν αυτά τα όρια. Αυτή είναι μια νέα υπολογιστική τεχνική η οποία χρησιμοποιεί μια παράλληλη κλήτευση σε καθήκοντα για τα οποία τα συνηθισμένα προγράμματα δίνουν την εντύπωση ότι είναι σε αναρχία. Η λειτουργία αυτών των δικτύων περισσότερο μοιάζει με μια μαθητεία ανάμεσα στο δίκαιο και στο άδικο παρά με μια προγραμματισμένη κλήτευση από σύμβολα. Τα νευραλγικά δίκτυα αλληλεπιδρούν με το περιβάλλον σε ένα τέτοιο δρόμο ώστε να αναδιοργανώσει τη δική του εσωτερική κατάσταση σ’ έναν συνεπή τρόπο δράσης ο οποίος μπορεί να χρησιμοποιηθεί για κάποιο σκοπό όπως αναγνώριση ή απομίμηση προτύπων. Επειδή αυτό βασίζεται σε στατιστικές ομαλότητες, μπορεί να εργαστεί με στρογγυλοποίηση και βελτιώνει την εκτέλεσή του. Πολλά προϊόντα έχουν αξιοποιηθεί χρησιμοποιώντας αυτές τις τεχνικές για να “διδάξουν” τους υπολογιστές να αναγνωρίσουν πρότυπα, λόγου ή χειρόγραφα, αλλά ο χώρος είναι ακόμα στα πρώτα του βήματα .

Το πεδίο της ΤΝ αποτελείται από δύο μέρη : το γνωστικό, που προσομοιώνει την ανθρώπινη σκέψη με πολύ δυνατούς υπολογιστές που κινούνται από τη μια λειτουργία στην επόμενη και τη νέο-συνδετική μειονότητα που διατυπώνει την ένσταση ότι ο ανθρώπινος νους δεν σκέφτεται με γραμμικές ακολουθίες αλλά παράλληλα έτσι ώστε νε έχει και άλλες ικανότητες.

 

Το παράδοξο της αυτό-οργάνωσης

Σύμφωνα με τον Jean-Pierre Dupuy, αυτή η υποδιαίρεση στην ερευνητική κοινότητα της ΤΝ είχε προεικονιστεί στις διαμάχες των κινήσεων της επιστήμης αυτοματου ελέγχου (κυβερνητικής) οι οποίες προηγήθηκαν αυτής. Η δεσπόζουσα τάξη της κυβερνητικής προσπαθούσε να δείξει ότι τα συστήματα αυτό-οργάνωσης, όπως τα ζωντανά πράγματα, μπορούσαν να εξηγηθούν στη βάση των ίδιων αρχών της ανάδρασης, της ομοιοστασίας και του ελέγχου ο οποίος ταιριάζει στις μηχανές. Εν τω μεταξύ μια μικρότερη ομάδα προσπαθούσε να διακρίνει ξεκάθαρα τη διαφορά μεταξύ των αυτό-οργανωμένων συστημάτων και των μηχανικών, αλλά αρχικά μόνο η μελέτη των μηχανικών ευδοκίμησε.

Η θεωρία της αυτό-οργάνωσης αναδύθηκε ξανά από μια ομάδα γνήσιων σκεπτικιστών με καλύτερες προσεγγίσεις στα επόμενα χρόνια. Αυτός ο αναδυόμενος χώρος, τον οποίο ο Heinz Von Foerster καλεί “δεύτερη κυβερνητική”, εκπροσωπούσε αρχικά ο ίδιος και προχώρησε από τους Henri Atlan, Humberto Maturana και Francisco Varela . Ο Dupuy αμφισβητεί ότι αυτή η “δεύτερη κυβερνητική” είναι τρόπος για επίλυση θεμελιωδών προβλημάτων που κληρονομήθηκαν από τους “πρώτους”.

Γρήγορα η “κυβερνητική” κληροδότησε στη βιολογία και τη νευρολογία ένα σύνολο αρχών αντλούμενες από μηχανικά μοντέλα όπως η έννοια των γενετικών “κωδίκων” και διανοητικών “προγραμμάτων”. Οποιαδήποτε και αν είναι η γονιμότητα τέτοιων ιδεών σε συγκεκριμένες εφαρμογές, είναι στοιχειωδώς διαφορετικά από τις μηχανές, και ειδικά από επιτηδευμένα μηχανήματα όπως είναι οι υπολογιστές.

Σαν μηχανήματα, οι υπολογιστές στρέφονται από τη μια μεριά προς την δράση στον κόσμο και από την άλλη προς τον ανθρώπινο χρήστη. Σαν σφυρί, που διαθέτει ένα κεφάλι για χτύπημα και έναν μοχλό για κράτημα, η κύρια δομή του υπολογιστή προϋποθέτει έναν χειριστή που παρεμβαίνει στο μηχανικό περιβάλλον, αλλά δεν είναι στην πραγματικότητα ένα μέρος αυτού. Αυτή η δομή – χειρισμός από ψηλά – εμφανίζεται προφανής: ο υπολογιστής ελέγχεται από τον προγραμματιστή και δεν δρα αυτόνομα. Όταν η διαδικασία αυτή ανατρέπεται, δηλαδή όταν ο χειριστής είναι επίσης το αντικείμενο της δράσης, όπως για παράδειγμα όταν ο σφυρήλατης χτυπά το δικό του αντίχειρα, η λειτουργία πέφτει εκτός της δικαιοδοσίας της ορθής τεχνικής δράσης και μετράται ως λάθος.

Ο Russell και ο Whitehead εξερεύνησαν τη λογική δομή τέτοιων αμετάκλητων ιεραρχιών. Θέλησαν να εξαλείψουν αυτοπαθή παράδοξα, όπως το περίφημο “παράδοξο του ψεύτη”, το οποίο συμβαίνει όταν συγκεκριμένοι τύποι προτάσεων αναφέρονται στα ίδια. Η λογική ισοδυναμία του σφυροκοπήματος από κάποιον του αντίχειρά του αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα της δήλωσης “Αυτή η πρόταση είναι λανθασμένη.” Για να εξαλείψουν τέτοια παράδοξα από τη γλώσσα, ο Russell και ο Whitehead εισήγαγαν την “θεωρία των τύπων”, η οποία απαιτεί καθαρό διαχωρισμό μεταξύ των επιπέδων του λόγου. Στην αποδεκτή ορολογία, το ανώτερο επίπεδο της “μεταγλώσσας” αναφέρεται στο χαμηλότερο επίπεδο της “αντικειμενοστραφούς γλώσσας” αλλά δεν μπορεί ν’ αναφερθεί στο ίδιο. Ο Russell και ο Whitehead επέτρεψαν στην Πρόταση Α (τη μεταδήλωση) να ισχυρίζεται ότι η Πρόταση Β (η αντικειμενοστραφής δήλωση) είναι λανθασμένη μόνο αν οι Α και Β είναι διαφορετικές, αποφεύγοντας έτσι το παράδοξο του ψεύτη.

Όμως τα ζωντανά πράγματα είναι “προγραμματισμένα” από γενετικά υλικά τα οποία είναι τα ίδια τα αντικείμενα πάνω στα οποία το γενετικό πρόγραμμα λειτουργεί. Και παρόλο που ορισμένες διανοητικές λειτουργίες είναι περιγράψιμες με όρους της μεταφοράς του εξωτερικού προγραμματισμού, το μυαλό σαν ένα σύστημα κατά ένα μεγάλο μέρος “δημιουργεί” τον εαυτό του με το να λειτουργεί στα δικά του μέρη, περισσότερο σαν ένα νέο-συνδετικό νευρικό δίκτυο παρά σαν έναν συνηθισμένο υπολογιστή. Αυτή είναι, εν ολίγοις, η αυτό-προγραμματιστική ουσία, μια εμφανής αντίφαση όρων.

Οι κοινωνικές εφαρμογές των εννοιών της “πρώτης κυβερνητικής επιστήμης” συμφωνούν με την ιδεολογία του συνολικού ελέγχου. Ο διαχωρισμός του (ελεγκτή) μεταεπιπέδου και του (ελεγχόμενου) αντικειμενοστραφούς επιπέδου αντικατοπτρίζει τη λογική δομή της λειτουργικής αυτονομίας. Σε αντιπαραβολή, η ιδέα ενός αυτό-προγραμματιζόμενου ή αυτό-οργανωμένου συστήματος έχει μια παραδοξολογική δομή και απελευθερωτικές συνέπειες: σε μια δημοκρατία, όλα τα μεμονωμένα άτομα είναι παράλληλα αντικείμενα διαχείρισης και διαχειριστές του εαυτού τους.

Οντολογικός Σχεδιασμός

Εμφανιζόμαστε να έχουμε περιπλανηθεί μακριά από την περιοχή της τεχνητής νοημοσύνης, αλλά στην ουσία το ερώτημα της διαίρεσής της μπορεί να ανασχηματιστεί με όρους της έννοιας της αυτό-οργάνωσης. Δύο Χιλιανοί νευροφυσιολόγοι, ο Humberto Maturana και ο Francisco Varela, έχουν συνδέσει την συζήτηση με την ιδέα του μυαλού ως ένα αυτό-οργανωτικό σύστημα. Οι θεωρίες τους έχουν επηρεάσει την μικρή ομάδα των επιστημόνων και των σχεδιαστών των υπολογιστών που αμφισβήτησαν τον ισχύοντα ορθολογικό τεχνικό κώδικα. Αυτή η επιρροή είναι κύρια παρεμβαλλόμενη μέσα από το σύνολο των θεωριών του Maturana στο Κατανόηση των υπολογιστών και γνώση του Fernando Flores και του Terry Winograd.

Ο Maturana απορρίπτει το υπερισχύον μοντέλο της διανοητικής λειτουργίας, σύμφωνα με την οποία το μυαλό είναι βασικά ένας παρατηρητής του κόσμου. Σε αυτόν τον λογαριασμό το μυαλό σχηματίζει διανοητικές αναπαραστάσεις αυτού που παρατηρεί, και τις αναπαραστάσεις αυτές τις παρουσιάζει σαν μεσολάβηση μεταξύ των αισθητηρίων εισόδων και των εξόδων που προκαλούν τη δράση. Τα διανοητικά “προγράμματα” είναι φτιαγμένα να οργανώνουν τη δομή τέτοιων αναπαραστάσεων και την απόκριση σ’ αυτές. Η θεωρία του Maturana για το νευρικό σύστημα εγκαταλείπει αυτό το αντιπροσωπευτικό πρότυπο διανοητικής λειτουργίας και τοποθετεί το μυαλό όχι ως ένα παρατηρητή αλλά ως έναν ηθοποιό άμεσα συνδεδεμένο με την πραγματικότητα.

Συλλογιζόμενοι από λειτουργική άποψη, η διανοητική λειτουργία δεν αποτελεί τη σύνθεση των αναπαραστάσεων στο μυαλό, αλλά το πρότυπο της συμπεριφοράς. Αυτού του είδους το μοντέλο αποσκοπεί στην διατήρηση της δομής του οργανισμού μέσα και ανάμεσα από την αλληλεπίδρασή του με το περιβάλλον. Σε αυτό το σημείο, ο οργανισμός πρέπει να κατορθώσει ό,τι ο Maturana αποκαλεί “δομικό ζευγάρωμα” με τον κόσμο γύρω από αυτό (π.χ. αποτελεσματικές αντιδράσεις στις αναστατώσεις στις οποίες αποκτά εμπειρία ). Για να ερμηνεύσει το μυαλό ως ένα αυτό-οργανωτικό σύστημα αρκεί να δείξει πως αυτό αναπαράγει συνεχώς τον εαυτό του κατώ από αυτές τις δυναμικές συνθήκες.

Στην ερμηνεία του για την επιστήμη της διανοητικής λειτουργίας, ο Varela αμφισβητεί παρόμοια το ότι το μυαλό δεν είναι βασικά ένας χειριστής συμβολικών αναπαραστάσεων όπως ένας υπολογιστής. Ο Varela γράφει ότι “μόνο ένας προκαθορισμένος κόσμος μπορεί να αναπαρασταθεί” αλλά, όπως τονίζει, δεν ζούμε σε έναν τέτοιο κόσμο. Ο κόσμος δεν δίνεται σ’ εμάς ως μια συλλογή από καλά καθορισμένα αντικείμενα και προβλήματα αλλά ως ένα αναρίθμητα πλούσιο πλαίσιο δράσης.. Δεν ανακαλύπτουμε την ξεκάθαρη αλήθεια αυτού του πλαισίου στη γνώση, αλλά “ορίζουμε” έναν εφαρμόσιμο “κόσμο” στη βάση της δικής μας εμπειρίας και κουλτούρας. Αυτό αποτελεί ό,τι αφορά την ανθρώπινη νοημοσύνη και είναι εντελώς διαφορετικό από το να αναπαρίσταται ένας κόσμος τα σκιαγραφήματα του οποίου είναι καθαρά σ’ αυτούς.

Οι θεωρίες του Varela και του Maturana είναι ανατρεπτικές σε σχέση με τις καθιερωμένες προσεγγίσεις γύρω από την τεχνητή νοημοσύνη. Δείχνουν ότι το αντιπροσωπευτικό πρότυπο της γνώσης που προϋποτίθεται μόνο από έμπειρα συστήματα δουλεύει εναντίον ενός τοπίου γνωστικών και πρακτικών αναμίξεων που δεν μπορεί να εξηγήσει. Συμφωνούν, βέβαια, ότι είμαστε ικανοί να κατασκευάσουμε αναπαραστάσεις υποσυνόλων του πραγματικού κόσμου, αλλά μια κατηγορία λάθους είναι αναμιγμένη σστην επεξεργασία αυτών των υποσυνόλων και των έμπειρων συστημάτων που βασίζονται σ’ αυτά ως γενικά μοντέλα του κόσμου και της νοημοσύνης.

Επομένως, ο Winograd και ο Flores συμφωνούν ότι

η επικρατούσα θεωρία περί υπολογιστών βασίζεται σε μια παρερμήνευση της φύσης της ανθρώπινης διανόησης και γλώσσας. Οι υπολογιστές σχεδιάστηκαν στη βάση αυτής της παρανόησης που προωθεί μόνο ελάχιστες πιθανότητες για μοντελοποίηση και μεγέθυνση του εύρους της ανθρώπινης κατανόησης. Περιορίστηκαν στο να αναπαριστάνουν τη γνώση σαν απόκτημα και διαχείριση των γεγονότων, και την επικοινωνία σαν μεταφορέα της πληροφορίας. Σαν αποτέλεσμα, γινόμαστε τώρα μάρτυρες μιας σημαντικής εμπλοκής στο σχεδιασμό της τεχνολογίας των υπολογιστών.

Ο Winograd και ο Flores καταλήγουν στο ότι αυτό που είναι χρήσιμο είναι “νέο έδαφος για λογική – λογική που είναι αυστηρή σαν τη ορθολογιστική παράδοση των επιθυμιών τους αλλά που δεν θα έχει συμμετοχή στις προϋποθέσεις πίσω από αυτή. Για τους συγγραφείς αυτή η εναλλακτική παράδοση αναπαρίσταται από τον Martin Heidegger. Είναι ενδιαφέρον να σημειώσουμε ότι αυτοί οι τεχνολόγοι δεν έχουν χρησιμότητα για την πρόσφατη ουσιαστική θεωρία του Heidegger για την τεχνολογία × ενδιαφέρονται μόνο για την αρχική θεωρία της δράσης που αναπτύχθηκε στο Being and Time, από το οποίο εφαρμόζουν την ανθρώπινη σχέση με τους υπολογιστές. Εκεί ο Heidegger διαφωνεί στο ότι η ύπαρξη και ο υποκειμενισμός είναι αδιέξοδα συμπλεκόμενα στη “ζωή-μέσα-στον-κόσμο.” “Ριχνόμαστε” στον κόσμο, υποχρεωμένοι να προσαρμόσουμε τα δικά μας νοήματα και αντικείμενα, πάντα εν μέσω της δράσης. Η αντικειμενική αναπαράσταση των “πραγμάτων” μέσα από την χαρακτηριστική αίσθηση των σταθερών, ανεξάρτητων αντικειμένων, είναι μια δευτερεύουσα διαδικασία και όχι η βασική μας επαφή με την πραγματικότητα.

Ο Maturana εμφανίζεται να φτιάχνει όμοιες αξιώσεις. Το αντιπροσωπευτικό μοντέλο της διανόησης, στο οποίο τα πράγματα και οι ιδιότητές τους υποτίθεται ότι προκαλούν την δραστηριότητα, είναι μια θεωρητική δομή κατασκευασμένη από παρατηρητές που είναι εκτός της κατάστασης της ενεργούς ανάμιξης σ’ αυτά που περιγράφουν. Στην πραγματικότητα, η διανόηση εμφανίζεται εναντίον ενός τοπίου πρακτικών προϋποθέσεων, καλούμενων “προκατανοητά” από τους ερμηνευτικούς, που εκφράζουν την περιοχή της εμπειρίας ως μια περιοχή δράσης. Η γνώση αρθρώνει διακρίσεις που έχουν ήδη κατασκευαστεί στο πρακτικό επίπεδο × αλλά αυτές δεν μπορούν να εξηγηθούν μετά από το γεγονός της αναφοράς στις βασικές αντικειμενικότητες που καθιερώνουν σε έναν καθιερωμένο κόσμο.

Έτσι η θεωρία φαίνεται εντελώς ασαφής, αλλά ο Winograd και ο Flores την κάνουν λειτουργική με το να εστιάσουν στην έννοια του Heidegger περί “εμπλοκής”. Ο Heidegger υποστηρίζει ότι η δράση δεν βασίζεται σε μια εκτίμηση των αντικειμενικών ποικιλιών των πραγμάτων, αλλά ότι τα πράγματα προκύπτουν από την “εμπλοκή” των πρακτικών συμπεριφορών. Στην εμπλοκή, τα “έτοιμα-στο-χέρι” αντικείμενα της δράσης γίνονται “δώρα-στο-χέρι” , που προβάλλονται “από κάποια απόσταση” ως πράγματα και δεν αποκτούν πείρα αμέσως σαν μια διάσταση ενός συστήματος δράσης. Αυτή η θεωρία έχει μια βέβαια ομοιότητα με την ιδέα του Maturana περί δομικού ζευγαρώματος, που αναμιγνύει ένα είδος ετοιμασίας-στο-χέρι. “Το τι πραγματικά είναι δεν προσδιορίζεται από έναν αντικειμενικό παντογνώστη παρατηρητή, ούτε προσδιορίζεται από κάποιον μεμονωμένο…αλλά περισσότερο από ένα χώρο από ενδεχόμενα για την ανθρώπινη ανησυχία και δράση.

Αυτές οι έννοιες συνιστούν ένα πολύ διαφορετικό πρότυπο υπολογιστικού σχεδιασμού από την ορθολογιστική παράδοση, που δίνει έμφαση στη σκέψη, στο σχεδιασμό και στην απόφαση. Καλύτερα από το να κατασκευάσει έναν εξαντλητικό ορθολογικό χάρτη του προγράμματος για τον χρήστη, “ο σχεδιαστής ενός υπολογιστικού εργαλείου πρέπει να δουλέψει στην περιοχή που δημιουργείται από το διάστημα μιας ενδεχόμενης διακοπής σε αυτό το (δομικό) ζευγάρωμα”. Αυτό είναι άμεσα υπενθυμισμένο στη πραγματεία του Hirschorn για τον βιομηχανικό σχεδιασμό. Λόγω του αναπόφευκτου της εμπλοκής, “ο καταμερισμός της ευθύνης ανάμεσα στους χειρισμός του υπολογιστή και τον χειριστή πρέπει να είναι δυναμικός, βασισμένος στις μαθησιακές ανάγκες του χειριστή όπως και στις εκτελεστικές απαιτήσεις του συστήματος”.

Η θεωρία του Heidegger για τη δράση είναι ικανή να συνεισφέρει σε τέτοιες τεχνικές συζητήσεις γιατί, σαν φαινομενολογία που είναι, κοιτάζει στον κόσμο από τη σκοπιά του αναμεμιγμένου αντικειμένου παρά από αυτή του εξωτερικού παρατηρητή. Αυτό το θέμα έχει εμφανιστεί στη συζήτηση μας προηγουμένως όπως το ανεξάρτητο συνδέεται με τακτικές κινήσεις σε ένα περιβάλλον σχηματισμένο από μια άγνωστη ορθολογιστική. Στο προηγούμενο κεφάλαιο η θεωρία της διακοπής έχει παρουσιαστεί όχι σαν ένα ενδεχόμενο χαρακτηριστικό της ανθρώπινης σχέσης με τα εργαλεία, αλλά πιο συγκεκριμένα σαν μια απαραίτητη συνέπεια των ορίων του χειρισμού από ψηλά. Αυτά τα θέματα τώρα έρχονται μαζί με την ιδέα μιας εναλλακτικής ορθολογιστικής, μιας ορθολογιστικής εφαρμοστικής περισσότερο παρά του σχεδιασμού και του χειρισμού, βασισμένη σε αυτό-αναφερόμενες διαδικασίες επικοινωνίας και μάθησης στο κεφάλαιο της χρησιμοποίησης και της διαμόρφωσης εργαλείων.

Ο Winograd και ο Flores ισχυρίζονται ότι οι υπολογιστές δεν είναι αυτοματιστικές, τεχνητές νοημοσύνες, αλλά “μηχανές για δράση στη γλώσσα”. Η τεχνητή νοημοσύνη χρειάζεται να ελαττώσει τις όψεις της σημαντικά αν αυτό είναι αληθινό. Από αυτό το σημείο, “Οι σχετικές ερωτήσεις δεν είναι αυτές που συγκρίνουν τους υπολογιστές με τους ανθρώπους, αλλά αυτές που ανοίγουν ένα ενδεχόμενο για τους υπολογιστές να παίξουν ένα ρόλο με σημασία στην ανθρώπινη ζωή και εργασία”. Είναι πιο λογικό να συγκρίνουμε έμπειρα συστήματα στους επεξεργαστές λέξεων παρά να τους συμπεριφερόμαστε σαν διανοητικές προσθέσεις. Οι επεξεργαστές λέξεων δεν είναι έξυπνοι, αλλά μας κάνουν ικανούς να ενεργούμε ευεργετικά σε μια συγκεκριμένη περιοχή, στην προετοιμασία του κειμένου. Τα έμπειρα συστήματα που μας παρέχουν βοήθειες για να εκτελούμε συγκεκριμένες εργασίες έχουν μια παρόμοια σχέση με τις επαγγελματικές δραστηριότητες.

Αυτές οι βοήθειες κάνουν πιθανή μια νέα φόρμα αλληλεπίδρασης ανθρώπου-μηχανής η οποία δίνει την ψευδαίσθηση του συνεταιρισμού. Αλλά παρ’ όσο “έξυπνος” εμφανίζεται ότι είναι, ο υπολογιστής δεν είναι νους, αλλά “κατασκευασμένο δυναμικό επικοινωνιακό μέσο που είναι ποιοτικά διαφορετικό από πρωτύτερα μέσα, όπως η εκτύπωση και τα τηλέφωνα”. Είναι ο προγραμματιστής, αυτός που βοηθά να προετοιμαστεί το πρόγραμμα, και αυτός με τον οποίο δηλώνεται ποιος είναι συνδεδεμένος με την επικοινωνία, και όχι το υπολογιστικό σύστημα.

Αυτή η θεώρηση οδηγεί στην επανεκτίμηση των επικοινωνιακών λειτουργιών των υπολογιστών. Ένα νέο πεδίο από “συνεργαζόμενες τεχνολογίες” έχει ξεπροβάλλει για να προσαρμόσει τα προγράμματα των υπολογιστών στις απαιτήσεις των εφαρμογών από τα work-groups. Αντί να εμφανίζονται ως ατομικά εργαλεία, τα προγράμματα σχεδιάζονται σαν “GroupWare” για να χρησιμοποιούνται από μια ολόκληρη ομάδα. Οι κοινωνικές και τεχνολογικές διαστάσεις της υπολογιστικής δραστηριότητας έχουν αποδοθεί εδώ με έναν τρόπο που ανακαλεί την επικοινωνιακή θεωρία του Hirschhorn για αυτοματοποιημένα μηχανήματα και την πραγματεία του Zuboff περί της κειμενοποίησης της δουλειάς.

Το ενδιαφέρον σ’ αυτή την συζήτηση γύρω από την τεχνητή νοημοσύνη δεν είναι μόνο τεχνικό. Αν καταλάβουμε τους υπολογιστές ορθολογιστικά, σαν μηχανήματα, προετοιμάζουμε μια επαναλαμβανόμενη αυτό-κατανόηση ανάμεσα στις ίδιες γραμμές. Οι άνθρωποι γίνονται επεξεργαστές πληροφοριών και δημιουργοί αποφάσεων παρά συμμετέχοντες σε μια διαμοιρασμένη επικοινωνιακή δραστηριότητα. “Τα υπολογιστικά συστήματα μπορούν εύκολα να ενισχύσουν αυτή την ερμηνεία, και εργαζόμενος με αυτά μπορούν να ενισχύσουν πρότυπα ενεργειών που είναι σύμφωνα με αυτή.

Λαμβάνοντάς το υπόψη σαν ένα επικοινωνιακό μέσο, ο υπολογιστής είναι ένα περιβάλλον για ένα αυξανόμενο μερίδιο της καθημερινής ζωής. Με αυτή την αντίληψη, οι υπολογιστές δεν είναι “ανθρώπινα είδωλα” αλλά εδάφη στα οποία μπορούμε να ενεργήσουμε και στις οποίες θα μπορούμε τελικά να σχηματίσουμε αυτό που είμαστε. Όπως προτείνει ο Hirschhorn, η μεταβιομηχανική “τεχνολογία μπορεί να δημιουργήσει ενδεχομένως λανθάνουσες καλλιτεχνικές ροπές. Η αποτυχία του συστήματος ελέγχου μπορεί να βοηθήσει να βγάλουμε στην επιφάνεια στον πολιτισμό μια αναπτυξιακή ιδέα της ατομικής υπόστασης, μια ιδέα που οδηγεί τους ανθρώπους να εντοπίσουν μαθησιακές ευκαιρίες μέσα από τις ζωές τους.

Ένα από τα κυρίαρχα εμπόδια σ’ αυτό το μονοπάτι είναι η κρυμμένη πολιτιστική ατζέντα του βιομηχανικού σχεδιασμού. “Στην αναζήτησή τους για συστήματα ασφαλή από πτώση οι μηχανικοί έκαναν επίδειξη της αυθάδειας των περισσότερων επαγγελματιών της σχεδίασης. Οι σχεδιαστές μιας μηχανής, ενός κτιρίου, ή μιας στρατηγικής επιχειρούν να χαράξουν τα μυαλά τους στις ζωές άλλων ανθρώπων.” Αυτή η απόπειρα δεν είναι απλώς ένα θεωρητικό λάθος αλλά αντικατοπτρίζει τις απαιτήσεις του καπιταλιστικού τεχνικού κώδικα, με τις υπερβατικές εμφάσεις της στην μεγιστοποίηση της λειτουργικής αυτονομίας.

Ο σχεδιασμός των υπολογιστών είναι κατά συνέπεια ανθρώπινα σημαίνων τόσο όσο οργανικά σημαντικός, για, “στον σχεδιασμό εργαλείων σχεδιάζουμε μεθόδους ύπαρξης.” Ο Winograd και ο Flores καλούν αυτό “οντολογικό σχεδιασμό”. Γράφουν, “Στον οντολογικό σχεδιασμό κάνουμε περισσότερα από το να ρωτάμε τι θα μπορούσε να φτιαχτεί. Είμαστε συνδεδεμένοι σε μια φιλοσοφική διατριβή περί της προσωπικότητας – γύρω από το τι μπορούμε να κάνουμε και το τι μπορούμε να γίνουμε”. Αυτή η πραγματεία, θα προσέθετα, είναι επιπλέον πολιτική.

Αυτή η συζήτηση για την τεχνητή νοημοσύνη οδηγεί στο ίδιο συμπέρασμα όπως η προηγούμενη συζήτηση περί του αυτοματισμού. Η θέση που οι υπολογιστές σκοπεύουν να κρατήσουν στην κοινωνική ζωή είναι στενά συνδεδεμένη με τον σχεδιασμό τους. Τα συστήματα που είναι σχεδιασμένα για ιεραρχικό έλεγχο είναι σύμφωνα με τις ορθολογιστικές προϋποθέσεις που συμπεριφέρονται στους υπολογιστές σαν ένα μηχάνημα που σκοπεύει να διατάζει ή να αντικαταστήσει τους εργάτες σε ρόλους λήψης αποφάσεων. Τα δημοκρατικά σχεδιασμένα συστήματα πρέπει άντ’ αυτού να αντιδράσουν στην επικοινωνιακή διάσταση του υπολογιστή μέσα από την οποία διευκολύνει την αυτό-οργάνωση των ανθρώπινων κοινωνιών, συμπεριλαμβανομένων αυτών των τεχνολογικών κοινωνιών ο έλεγχος των οποίων ανακαλύπτει σύγχρονες ηγεμονίες.

 

Ο Μύθος του Αυτοματισμού

Αν και οι τεχνολογίες είναι πρώτα απ’ όλα και περισσότερο απ’ όλα εργαλεία για την επίλυση πρακτικών προβλημάτων, δεν είναι εντελώς κατανοητά με λειτουργικούς όρους. Αυτό ειδικά είναι αληθινό σε περιπτώσεις όπου η λειτουργικότητά τους είναι από μόνη της σε αμφισβήτηση. Όπως έχουμε δει με τους υπολογιστές τέτοιες αμφισβητήσεις προχωρούν πέρα από τις καθαρά τεχνικές σκέψεις και ακουμπούν πάνω στην πολιτιστική σπουδαιότητα της τεχνολογίας. Αυτή η κριτική θεωρία για την τεχνολογία πρέπει συνεπώς να περιλάβει και μια πολιτιστική διάσταση.

Ο Jean Baudrillard προτείνει μια σημειολογική προσέγγιση στην κατανόηση των πολιτιστικών επενδύσεων στην τεχνολογία. Αμφισβητεί ότι τα τεχνολογικά αντικείμενα έχουν ένα ισοδύναμο του “προσδιορισμού” μέσα από την λειτουργία τους, και της “συνεκδοχής” μέσα από την σχέση τους με τις φαντασιώσεις και τις κοινωνικο-ψυχολογικές ανάγκες αυτών που υπηρετούν. Αμφιβολίες στον προσδιορισμό μιας τεχνολογίας όπως είναι ο υπολογιστής έχουν διαλυθεί μέσα από αλληλεπιδράσεις ανάμεσα στους σχεδιαστές και τους χρήστες στις οποίες τα γαλήνια ρευστά σύνορα μεταξύ συνεκδοχών και προσδιορισμών έχουν σταθεροποιηθεί.

Για την κατανόησή της λειτουργικής όψης των τεχνολογιών, ο Baudrillard στηρίζεται στον Γάλλο φιλόσοφο της τεχνολογίας, Gilbert Simmondon. Σύμφωνα με τον Simmondon, τα τεχνολογικά αντικείμενα γενικά ξεκινούν σαν “αδέσποτες” συνδέσεις ξεχωριστών μηχανικών κατασκευών, που η καθεμιά διατίθεται σε μια μεμονωμένη λειτουργία. Την ώρα που το αντικείμενο γίνεται περισσότερο τεχνολογικά αρμονικό, μεμονωμένες κατασκευές ενσωματώνουν πολλαπλές λειτουργίες, και δυναμικές συνέργιες εμφανίζονται από τις αλληλεπιδράσεις μεταξύ των κατασκευών. Αυτός ο τύπος ανάπτυξης, που ο Simmondon αποκαλεί “πραγματικότητα”, δηλώνει ένα μονοπάτι από εμμονή κριτήρια προόδου.

Από την άλλη πλευρά η τεχνολογική συνεκδοχή δεν έχει τις βάσεις για την υποδομή της τεχνολογικής εξέλιξης και μπορεί να επενδύσει τις μηχανές με ακατάλληλες λειτουργίες. Όπου αυτό συμβαίνει, το τεχνολογικό αντικείμενο δεν προωθείται σε ανώτερο στάδιο αλλά αντ’ αυτού μετατρέπεται σε πολύπλοκο και δυσκίνητο αντικείμενο. Η εξέλιξη του αυτοκινήτου στη δεκαετία του ’50 ήταν άξια λόγου. Καθώς τα αυτοκίνητα έγιναν το σύμβολο του πλούτου και της σεξουαλικής δύναμης, ταυτόχρονα μεγάλωναν και σε μέγεθος και σε βάρος πολύ γρήγορα. Τα ενσωματωμένα εξαρτήματά τους ήταν ενισχυμένα με αεροδυναμικά στοιχεία σε σχήμα ουράς ψαριού και βαρείς χρωμικούς προφυλακτήρες . Χωρίς να έχει πολλή χρησιμότητα μπορούμε να πούμε ότι αυτοί οι δεινόσαυροι ήταν λιγότερο ικανοί ως μέσα μεταφοράς με την προέκταση ότι όλο και περισσότερες εξωτερικές “ρυθμίσεις” είχαν ενσωματωθεί για να ικανοποιήσουν τη συμβολική τους λειτουργία.

Οι θεωρίες του Baudrilland και του Simmondon είναι ενδιαφέρουσες αλλά είναι πολύ οριακές. Δηλαδή υποθέτουν την ύπαρξη της αγνής τεχνολογικής κριτικής της προόδου αλλά η τεχνολογική εξέλιξη γενικότερα ανοίγεται σε πολλά διαφορετικά μονοπάτια της πραγματικότητας. Οι εναλλακτικές λύσεις παρατηρούνται πρώτα σαν συνεκδοχές που τελικά καταλήγουν να ολισθήσουν στον καθορισμό της τεχνολογίας. Κατά συνέπεια μερικοί στόχοι οι οποίοι ήταν αδέξια καταδιωκόμενοι από τη βιομηχανία του αυτοκινήτου στη δεκαετία του ’50, τέτοιοι όπως η καλυτέρευση της άνεσης, σήμερα έχουν επιτύχει μέσω της πραγματικής καινοτομίας στη σχεδίαση. Το επιβαρημένο σαλόνι μπορεί να έχει εξαλειφθεί αλλά πιο κατάλληλες λύσεις του προβλήματος έχουν βρεθεί μέσω βελτιωμένων διαθεσιμοτήτων και σχεδιασμού καθισμάτων.

Η υπόθεση, η σχετική με τους υπολογιστές, παρόλα αυτά δείχνει ότι δεν είναι όλα τα μονοπάτια ισότιμα. Δηλαδή η ιδεολογία της διαχείρισης έχοντας τον ολικό έλεγχο, όπως η ορθολογιστική ιδεολογία της τεχνητής νοημοσύνης, απαντά στις φαντασιώσεις για τεχνολογική παραποίηση της εξέλιξης για πολιτικούς λόγους. Αυτές οι ιδεολογίες εκφράζονται για τη πραγματεία του αυτοματισμού. Εδώ μπορούμε να δούμε την υποκειμενική διάσταση μιας νέας τεχνολογίας σε μια διαδικασία μετατροπής εννοιών. Τα αρχαία όνειρα για δύναμη, τα οποία ενσωματώθηκαν μέχρι τους μοντέρνους καιρούς σε εμβλήματα σχεδιασμένα να εξηγούν την ανθρώπινη ικανότητα για θεϊκή δημιουργικότητα, μπερδεύτηκαν με τις πραγματικές λειτουργίες της κοινωνίας και το μυαλού όπως το θέμα του αυτοματισμού φυλακίζει την σύγχρονη φαντασία. Η φαντασίωση για τελειωτικά αυτοματοποιημένο εργοστάσιο, απεξαρτητοποιημένο από ανθρώπινο δυναμικό μόνιμο και προσωρινό, αντικαθιστά τα αθώα όνειρα των προηγούμενων χρόνων. Όπως το θέτει ο Noble “κατά συνέπεια η καπιταλιστική νοοτροπία ταιριάζει με την πρώιμη μαγεία του αυτοματισμού, μετατρέπεται σε πρακτική και καταλήγει να έχει χρηματική σημασία. Επίσης τώρα εφοδιάζει τις φαντασιώσεις όχι πια από αυτοματοποιημένα πουλιά και μουσικούς αλλά από αυτοματοποιημένα εργοστάσια. Αυτός ο ίδιος ο υπονοούμενος απανθρωπισμός του υπολογιστή εμφανίζεται σαν αίσθηση του μηχανικού μυαλού.

Ποια είναι η ιδιόμορφη γοητεία της αυτόματης λειτουργίας ; Ο Baudrillard απευθύνει αυτή την ερώτηση σε μια ενδιαφέρουσα συζήτηση περί της συμβολικής λειτουργίας της. Ξεκινά με την απομάκρυνση της ιδέας ότι η επιδίωξη του αυτοματισμού παρέχει τεχνολογικά κίνητρα. Ο Αυτοματισμός δεν ανταποκρίνεται στην ορθολογική παρότρυνση προς αύξηση της αποδοτικότητας και προς τεχνολογική συγκεκριμενοποίηση. Στην πραγματικότητα, τυποποιεί τα αντικείμενα και τα περιπλέκει χωρίς λόγο, φτιάχνοντας τα πιο αποδοτικά σαν σύμβολα καθαρής τεχνολογίας με το τίμημα της απόδοσής τους ως πιο περίπλοκα, εύθραυστα, και δύσκαμπτα. Οι μηχανές στην πραγματικότητα εξελίχθηκαν όχι μέσα από τον αυτοματισμό αλλά μέσα από μέσα από την αυξανόμενη ελαστικότητα και ανταποκριτικότητα σε περισσότερο λεπτές εξωτερικές εντολές. Ο Αυτοματισμός είναι κατά συνέπεια όχι ορθολογικός, αλλά περιέχει “την φανταστική αλήθεια του αντικειμένου”, την φαντασία μας της μηχανικής τελειότητας.

Οδηγούμενος στο όριο των δυνατοτήτων τους, ο αυτοματισμός ενσαρκώνεται στο άχρηστο εξάρτημα, μια άξια απορίας ανώφελη περιπλοκή. Ο Baudrillard το αποκαλεί το “λειτουργικό ντελίριο” της τεχνικής, ένα είδος μπαρόκ προτίμησης για πολυπλοκότητα που επιστρώνει διαφορετικές χρήσιμες τεχνολογίες. Το εξάρτημα είναι ένα τεχνικό αντικείμενο το οποίο “δεν υπακούει πια καμιά άλλη αναγκαιότητα παρά αυτή της λειτουργικότητας”. Μπορεί να έχει κάποιον φαινομενικό σκοπό (π.χ. να ανυψώνει αυτόματα τα παράθυρα των αυτοκινήτων), αλλά στην πραγματικότητα υπάρχει απλώς για να εκθέτει τις δικές του λειτουργίες.

Αυτό που μπορούμε να πούμε είναι ότι ο Αυτοματισμός είναι ένας φανταστικός τρόπος για απόκτηση εμπειρίας γύρω από την “τεχνογνωσία”, για να ερμηνευθεί τι είναι ουσιαστικά τεχνικό στις μηχανές σαν ένα σύμβολο καθαρής λειτουργικότητας, συμβολίζοντας όχι κάποιες συγκεκριμένες λειτουργίες, αλλά μια φανταστική επένδυση του κόσμου ολόκληρου από τεχνική. “Ο Αυτοματισμός είναι το αντικείμενο που αποκτά την συνεκδοχή μιας πληρότητας σε κάθε μία συγκεκριμένη λειτουργία του”. Το έξυπνο μηχάνημα που αυτόματα ξεκουκουτσιάζει μήλα ή κρεμάει μαγνητικά μια πένα σε μια κατακόρυφη στάση υπηρετεί όχι τόσο πολύ μια πρακτική ανάγκη σαν ένα είδος λειτουργικής προκατάληψης που τονώνεται από τη σκέψη της “φύσης ολόκληρης που ανακαλύπτεται ξανά σύμφωνα με την αρχή της τεχνολογικής πραγματικότητας”.

Ο Baudrillard απορρίπτει την ευρέως διαδεδομένη πεποίθηση ότι τα προβλήματά μας οφείλονται στην απότομη ανάπτυξη της τεχνολογίας τη στιγμή που η κοινωνική επιστήμη και ο ηθική σκέψη μένουν στάσιμες. Με την φανταστική απαίτηση για αυτοματισμό, η τεχνολογία και η ηθική πέφτουν μαζί στην ίδια αντίφαση. “Στον τεχνολογικό μας πολιτισμό…οι τεχνικές και τα αντικείμενα υποφέρουν από τις ίδιες δουλείες σαν τους ανθρώπους.” Η καταναλωτική κοινωνία αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα σφάλματος της τεχνολογίας όπως και η ηθική οπισθοδρόμηση μέσα από τη σήψη του σχεδιασμού και της σύλληψης επουσιωδών απαιτήσεων ενός χαρακτήρα κύρια συμβολικού που εμποδίζει την συγκεκριμενοποίηση της τεχνολογίας. Ο Baudrillard καταλήγει:

Η τεχνική μπορεί να αποτελεί μια αποτελεσματική μεσολάβηση μεταξύ του κόσμου και του ανθρώπου και αυτό είναι το δυσκολότερο μονοπάτι. Το ευκολότερο μονοπάτι είναι ένα σύστημα από αντικείμενα τα οποία παραθέτουν τον εαυτό τους σαν μια υποθετική λύση σε κάθε είδος αντίθεσης αποτελώντας ένα μικρό κύκλο ο οποίος περιλαμβάνει τεχνολογικές διατάξεις και διαταγές ανεξάρτητων αναγκών. Φροντίζοντας ο μικρός αυτός κύκλος να εξαντλεί τις ενέργειες και των δύο συστημάτων.

Η ανάλυση του Baudrillard συγκλίνει με αυτή του Norbert Wiener ο οποίος είναι ένας από τους ιδρυτές της κυβερνητικής επιστήμης και ένας σκεπτικιστής παρατηρητής των προσφάτων ενεργειών του τομέα του αυτοματισμού και των ρυθμίσεων με την χρήση υπολογιστή. Ο Wiener προειδοποίησε ότι κάθε μηχάνημα ικανό μα πάρει αποφάσεις είτε θα ήταν ανίκανο να μάθει, κι επομένως σ’ αυτή την περίπτωση δε θα ήταν σοφό εκ μέρους μας να το εμπιστευτούμε πολύ, είτε θα ήταν ικανό να αποκτήσει γνώσεις, δηλαδή θα ήταν πραγματικά ένα αντικείμενο με αυτόματες λειτουργίες κι επομένως σ’ αυτή την περίπτωση δε θα υπήρχε εγγύηση για το αν οι αποφάσεις του θα ήταν αποδεκτές από εμάς. “Για τον άνθρωπο που δεν γνωρίζει τις παραπάνω αλήθειες, όταν ρίχνει τις δικές του ευθύνες στο μηχάνημα, το οποίο είτε μπορεί να μάθει είτε όχι, είναι σαν να ρίχνει τις ευθύνες του κόντρα στον άνεμο και να βλέπει μετά να του ξαναέρχονται πίσω.

 

Η Τεχνολογία και το Πεπερασμένο

Η ορθολογιστικότητα των μοντέρνων κοινωνιών επιτυγχάνεται με τη βοήθεια ορισμένων θεμάτων, καπιταλιστικών ή κυβερνητικού γραφειοκρατισμού, που το κυρίαρχο χαρακτηριστικό τους είναι η λειτουργική τους αυτονομία. Αυτό το γεγονός εκφράζεται μέσω εικόνων που έχουν σχεδιαστεί από τη σφαιρική τεχνολογία γιατί οι σύγχρονες δυναμικές σχέσεις συμβολίζουν τη λειτουργία της μηχανής. Κατά συνέπεια ο μοντερνισμός έφερε μαζί του και ένα συγκεκριμένο τύπο επίσημης ορθολογιστικότητας ο οποίος κατά τον 17ο αιώνα αναγνώριζε τις λειτουργίες του σύμπαντος με τη βοήθεια των μηχανικών δημιουργιών του ανθρώπινου δυναμικού και μυαλού. Η επιστημονική λογική της ταξινόμησης και του υπολογισμού είναι η μεταφορική ισότητα με την τεχνολογική λογική της μηχανής. Η είσοδος δεδομένων, δηλαδή το τρέχον υλικό, είναι επεξεργάσιμη από το αξιοκρατικό μέρος του συστήματος εκφράζοντας έντονα μια έξοδο από στοιχεία αληθινά, ξεκάθαρα και περιεκτικά. Η ταυτότητα των συλλογιστικών μαθηματικών αιτίων με την βοήθεια διάφορων μηχανισμών ενέπνευσε την επιστήμη και την τεχνολογία και έδωσε μια χαρακτηριστική πρακτική δυνατότητα στην σύγχρονη ΑΙΤΙΑ, η οποία δυνατότητα κορυφώνεται με τη βοήθεια του υπολογιστή.

Η αυτό-κατανόηση των θεμάτων αυτής της νέας μορφής ορθολογισμού εκφράστηκε για πρώτη φορά από τον Descartes. Όπως έχουμε ήδη δει ο De Certeau αποκαλεί τη σχηματοποίηση της “εσωτερικότητας”, η οποία για να δράσει πρέπει να σχετίζεται με την “εξωτερικότητα”, ως “Καρτεσιανή χειρονομία”. Αυτή η χειρονομία έδωσε τις βάσεις της ηγεσίας στους μοντέρνους καιρούς. Λειτουργεί σε οργανισμούς περιστασιακά και όχι σαν μόνιμο μέλος αυτής της κοινότητας. Υπάρχει όμως κατά συνέπεια ένας μικρός κρίκος μεταξύ της “κτητικής ιδιαιτερότητας” της προκύπτουσας καπιταλιστικής κοινωνίας και του Καρτεσιανού λογισμού που είναι επίσης μια μορφή αποξένωσης από άμεσες σχέσεις. Η δομική παραλληλία μεταξύ αυτών των θεμάτων αποτελεί τη βάση για την κοινωνική γενίκευση της σύγχρονης ΑΙΤΙΑΣ όπως και για την μετατροπή του από μικρή διανοητική μέθοδο σε πολιτισμικό θεμέλιο της μοντέρνας ταυτότητας.

Αυτή η μετατροπή είναι ο θρίαμβος του τεχνολογικού προτύπου σκέψης και δράσης. Ένας μικρός θεός, το σύγχρονο θέμα, βλέπει τον εαυτό του σαν αυτόνομο και σαν ανεξάρτητο από το σύστημα που λειτουργεί με τη βοήθεια τεχνολογικών μέσων. Έτσι κατά συνέπεια τοποθετεί τον εαυτό του πέρα από τον ιστό των συνεπειών των ίδιων του των πράξεων. Πέρα από αυτό όμως επεξεργάζεται λεπτομερειακά, θέματα βασισμένα σε επίσημο και μηχανικό τρόπο σκέψης, σε αυστηρή διαχείριση και στην παρουσίαση της πραγματικής αίσθησης ενός αντικειμένου τεχνολογικού ελέγχου. Αλλά όπως μας λεει και ο Heidegger, αυτό που ολοκληρωτικά κατακτά την ανθρωπότητα σε αυτά τα θέματα δεν είναι μια συγκεκριμένη ελίτ αλλά μια νέα μορφή ζωής βασισμένη ολοκληρωτικά στην τεχνολογία.

Ένα περασμένο υποκείμενο απαρτίζεται από τις ίδιες του τις ενέργειες μέσα στον κόσμο. Χρησιμοποιώντας την τεχνική σχηματοποιείται από αυτήν και γίνεται κάτι το τελείως διαφορετικό από αυτό που είχε σκοπό. Εν τω μεταξύ, καθώς ενσωματώνει τα αντικείμενά του σε τεχνολογικά συστήματα, τα αλλάζει από άμεσα φυσικά σε έμμεσα κοινωνικά αντικείμενα. Κατά συνέπεια, προγενέστερα του πραγματικού ανοίγματος οποιασδήποτε τεχνολογικής δράσης, το υποκείμενο και το αντικείμενο έχουν ήδη ανακατασκευαστεί. Ο μοντερνισμός είναι η κύρια αιτία φθοράς της θρησκείας και της λαϊκής παράδοσης εξαιτίας της παραπάνω διαδικασίας. Σαν ένα όραμα του κόσμου χαρακτηρίζεται ο μοντερνισμός από τη βασική μη-αναγνώριση του πεπερασμένου που συνδέεται με την τοπική αυτό-κατανόηση των τεχνικών θεμάτων.

Ένα από τα παράδοξα του 20ου αιώνα είναι ότι ακριβώς όπως ολόκληρος ο κόσμος ήταν αφοσιωμένος στο δυτικό τεχνολογικό ορθολογισμό τα θεμέλια της επιστήμης και της φιλοσοφίας άλλαξαν ριζικά, καταλήγοντας έτσι στο συμπέρασμα ότι τώρα το υποκείμενο μπορεί να παραμείνει έξω από τα συστήματα τα οποία σχεδιάζει και χειρίζεται. Η σύγχρονη Φυσική, Φιλοσοφία και Βιολογία, για να μην αναφέρουμε ακόμη την “avantgarde” τέχνη και τη Λογοτεχνία, αυξανόμενα προκαλούν αυτό που ο Heidegger αποκαλεί “πάνω στη θεολογική” δομή του υποκειμένου το οποίο είναι “πέρα από την αντικειμενικότητα”. Τα παραπάνω προκαλούν τις διαδικασίες από τις οποίες παράγονται οι ψευδαισθήσεις της τεχνολογικής ανωτερότητας και προτείνουν την ανάγκη για έναν νέο τρόπο κατανόησης του ορθολογισμού. Παρόλο που όχι πάντα πολιτικά αλλά ακόμη και προοδευτικά αυτές οι θεωρητικές καινοτομίες ανοίγουν ενδεχόμενες πολιτικές προκλήσεις. Η αιτία είναι η κληρονομική αμφιθυμία και μπορεί είτε να υποστηρίξει την τεχνολογική τάξη είτε να την υπονομεύσει, κάτι που εξαρτάται από το πώς είναι εξελιγμένη η κάθε κοινωνία.

Παρόλα αυτά οι νέες ιδέες είχαν πολύ μικρή διάρκεια κοινωνικής επιρροής μέχρι τώρα. Ο Heidegger και ο Lukacs δάνεισαν τη σκέψη τους στο ολοκληρωτικό καθεστώς το οποίο υπερέβαλλε σχετικά με το κρίσιμο σημείο κάθε πράγματος ενώ αυτοί επιχειρούσαν να το ξεπεράσουν.

Η σχετικά δικαιολογημένη αντίδραση χάριν του φιλελευθερισμού, που ξεκινά μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, συνεχίζει με σκαμπανεβάσματα μέχρι σήμερα. Το καλύτερο που μπορεί να κάνει είναι να περισώζει ό,τι μπορεί να περισωθεί εντός του υπάρχοντος συστήματος, αλλά ο φιλελευθερισμός εμφανίζεται τώρα περισσότερο σαν μια πρακτική αναγκαιότητα, μέσα στην απουσία εφαρμόσιμων εναλλακτικών λύσεων, παρά σαν μια λύση στα στοιχειώδη προβλήματα της τεχνολογικής τάξης.

Σαν πνευματική καλλιέργεια, η σύγχρονη τεχνολογική ορθολογιστικότητα δεν είναι εξαρτημένη στην επιστήμη και στη φιλοσοφία αλλά σε ιεραρχικές φόρμες κοινωνικής οργάνωσης και τεχνολογιών όπως είναι ο υπολογιστής μέσα από τις οποίες η ιεραρχία αποκτά μια τεχνολογική λειτουργία. Αυτές οι φόρμες πλαισιώνουν αποτελεσματικά κοινωνικά θέματα σε μια τεχνολογική εσωτερικότητα με σκοπό να ελέγχουν και να διαχειρίζονται τα κοινωνικά συστήματα πάνω στα οποία δρουν. Η επίθεση στην πίστη ότι η ιεραρχία είναι προκαθορισμένη (πεπρωμένο), είναι ένα ουσιαστικό έργο φιλοσοφικής αναγέννησης. Η φιλοσοφία πρέπει να επαναπροσδιορίσει την κοινωνική και τεχνολογική δράση στη βάση μιας ριζικής αποδοχής του ανθρώπινου πεπερασμένου: η αναγνώριση ότι οι ενέργειες μας πάνω στον κόσμο είναι εν τέλει ενέργειες πάνω σε μας τους ίδιους, στο δρόμο ύπαρξής μας στον κόσμο και στην κατάδική μας φύση.

Στο ξεκίνημα της δημοκρατικής εποχής, ο Saint-Just εξέφρασε αυτή την αντιφατική κατασκευή μέσα από τη μορφή ενός λόγου γνωστού-ενδεικτικά στην ρητορική θεωρία των ημερών του σαν παραδοξισμός. Έγραψε, για παράδειγμα, ότι η Εθνοσυνέλευση “πανούργα χειραγωγεί τους ανθρώπους με την ίδια τους την ελευθερία,” και ότι “οι άνθρωποι είναι υποχωρητικού μονάρχες και ελεύθερα υποκείμενα.” Αυτά είναι παράδοξα της απεικόνισης στην οποία το υποκείμενο είναι επίσης το αντικείμενο. Εκφράζουν την εμφάνιση της δημοκρατικής πολιτικής ορθολογιστικότητας στην ιδιαίτερα σύγχρονη φόρμα της αυτό-συνείδησης.

Αυτή η αυτοπαθής λογική είναι διαμετρικά αντίθετη με την μοναδική κίνηση που μπορεί να γίνει κάτω από μια Russelιανή ιεραρχία. Αντικαθιστά την δημοκρατική αυτό-ανάπτυξη για μηχανιστικό έλεγχο από ψηλά. Οι πολιτικές της αυτό-οργάνωσης έχουν την φόρμα του “παράξενου loop” το οποίο ο Douglas Hofstadter το περιγράφει σαν ένα “φαινόμενο που εμφανίζεται όποτε απρόσμενα βρίσκουμε τους εαυτούς μας ακριβώς πίσω από εκεί όπου ξεκινήσαμε, με την μετακίνηση προς τα πάνω (ή προς τα κάτω) μέσα από τα επίπεδα κάποιων ιεραρχικών συστημάτων.” Οι δημοκρατικές αντιλήψεις περί της διαχείρισης και της πολιτικής οργάνωσης μπορούν να επαναπροσδιοριστούν υπό αυτούς τους όρους σαν ορθολογιστικά συστήματα χωρίς να προσλαμβάνουν μια εξωτερική πηγή ελέγχου. Μια αυτό-αναφορική λογική της δράσης απαιτείται για να συλλάβει μια δημοκρατική διαδικασία που θα είχε σκοπό όχι τη διαφυγή από την κοινωνία σε μια προστακτική θέση πάνω από αυτή, αλλά εσωτερική αυτό-ανάπτυξη σε σχέση με άλλες. Αυτό το κεφάλαιο έχει περιγράψει συνοπτικά το ρόλο που μπορεί να διαδραματίσει ο υπολογιστής σε μια τέτοια διαδικασία.

πίσω στη αρχική σελίδα